Τα όνειρα που στοίχειωσαν και έγιναν εφιάλτες….
Για τη τραγωδία του Χίλσμπορο αν και πέρασαν πια 28 χρόνια, ακόμη το μυαλό μου αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος της τραγωδίας εκείνου του απογεύματος. Η κακή στιγμή αρκεί να φέρει όσα δεν μπορεί ο χρόνος. Θέλεις να ξεχάσεις την τραγωδία, αλλά ο νους που σαλεύει μπορεί να μην το επιθυμεί. Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Θα ήταν καλύτερο, λες, να επέλεγε την απώθηση των εφιαλτικών αναμνήσεων στο βάθος του εγκεφάλου. Προσδοκώντας τη λήθη. Τη βουβή παρηγοριά. Είναι όμως χρέος όσων από εμάς ζήσαμε τον εφιάλτη να μην τον αφήνουμε να στοιχειώσει στην λησμονιά. Να μην μένουν στην σκιά αυτά τα γεγονότα που οδήγησαν εκείνο το μοιραίο απόγευμα στην καταστροφή.
Είναι η υπόσχεση που δίνω στον εαυτό μου, κάθε φορά που περνάω από το μνημείο έξω από το «Ανφιλντ» και κάνω τον σταυρό μου, αναλογιζόμενος τις 96 ψυχές που χάθηκαν, λίγα λεπτά μετά τις τρεις το μεσημέρι στις 15 Απριλίου 1989. Ανθρώπους που δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από να δουν ένα παιχνίδι. Την αγαπημένη τους ομάδα. Αν νικούσε κιόλας, κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, ακόμη καλύτερα. Ο τραγικός φόρος αίματος δεν θα ήταν μόνο οι 89 άντρες και οι επτά γυναίκες που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην πιο ακατάλληλη γηπεδική εξέδρα της εποχής, στο «Λέπινγκς Λέιν» του Χίλσμπορο στο Σέφιλντ. Θα ήταν και οι εκατοντάδες τραυματίες και οι πληγωμένες ψυχές που θα άφηναν πίσω τους εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα. Ανθρωποι που δεν άντεξαν τους επόμενους μήνες από τον χαμό των δικών τους. Κάποιοι που άρχισαν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά χάπια. Κάποιοι άλλοι που επιχείρησαν να δώσουν τέλος στο βάσανο τους επιλέγοντας τον δρόμο της αυτοκτονίας. Τα σημάδια πάνω στην πόλη του Λίβερπουλ χαραγμένα βαθιά. Στην ιστορία της ομάδας μία ακόμη μαχαιριά. Μετά από εκείνη της αυτοχειρίας που αμαύρωσαν το όνομα της με τις ενέργειες εγκληματικών στοιχείων κάποιων οπαδών της , την αποφράδα νύχτα του Χέιζελ.
Η εγκληματική αμέλεια της αστυνομίας που σε μία ήδη γεμάτη εξέδρα, στον ημιτελικό του κυπέλλου Αγγλίας Λίβερπουλ – Νότιγχαμ άφησε να μπουν πάνω από 1000 υπεράριθμοι οπαδοί χωρίς εισιτήριο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στην εποχή που τα απαρχαιωμένα αγγλικά γήπεδα είχαν κάγκελα , το «Χίλσμπορο» ήταν από τα χειρότερα. Η καθυστερημένη αντίδραση όταν διαφάνηκε πως υπήρχε πρόβλημα και ο κόσμος πηδούσε μέσα στο γήπεδο για να γλυτώσει ήταν ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα που έσπασε. Η πολύ αργοπορημένη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού αποτέλεσε το επόμενο σκαλοπάτι ενός αργού και βασανιστικού θανάτου (από ασφυξία) των πιο πολλών θυμάτων!
Αλλά και πάνω από το αίμα τους παίχτηκε ένα πόκερ εντυπώσεων. Μία φυλλάδα (η Sun) επεδίωξε να βγάλει χούλιγκανς αυτούς τους ανθρώπους! Την ώρα που δεν είχαν προκαλέσει το παραμικρό πρόβλημα. Και αυτή η ηλιθιότητα αναπαράγεται κατά καιρούς και στην Ελλάδα! Ο τότε προεδρος της ΟΥΕΦΑ ο Γάλλος Ζακ Ζορζ παρασυρόμενος από το αντιβρετανικό μένος των συμπατριωτών του βιάστηκε να μιλήσει για «ζώα»! Την επόμενη μέρα αναγκάστηκε να καταπιεί την γλώσσα του και να ζητήσει συγγνώμη.
Η αστυνομία δεν είχε δώσει στη δημοσιότητα τους φακέλους με το τι αληθινά συνέβη εκείνη το δραματικό μεσημέρι. Και όταν πέρσι, έπειτα από σειρά δικαστικών ενεργειών των δύο οργανώσεων που φτιάχτηκαν μετά το τραγικό συμβάν,το Hillsborough Justice Campaign και το Hillsborough Family Support Group από τις οικογένειες των θυμάτων και πάλεψαν με τα κύματα για να οδηγηθούν στο εδώλιο οι υπεύθυνοι, ήρθε η δικαίωση, με την δικαστική απόφαση πως ότι συνέβη τη μοιραία εκείνη μέρα ήταν «ανθρωποκτονία εξ’ αμελείας» μία ολόκληρη πόλη ανάσανε δικαιωμένη!
Φυσικά πάντα θα ενοχλεί η μη απονομή δικαιοσύνης, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως δεν θα έφερνε πίσω αυτούς που χάθηκαν τόσο άδικα. Οπως άλλωστε το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τόπο που ένα τέτοιο γεγονός σημάδεψε ένα παιχνίδι. Μία διασκέδαση. Στην Θύρα 7, στο Χέιζελ, στην Κορσική, στην Μόσχα, στην Γλασκώβη, στην Λίμα, στην Ακρα. Αλλάζουν τα μέρη, η γλώσσα, το χρώμα. Ο αριθμός των θυμάτων. Αλλου 340 ψυχές, αλλού 126, αλλού 318, αλλού 40, αλλού 21. Ο πόνος όμως ο ίδιος. Το βουβό κλάμα της μάνας που δεν θα ξαναδεί το παιδί της. Του πατέρα που χάνει το βλαστάρι του. Του γιού και της κόρης που δεν θα ξαναγκαλιάσει τον γονιό. Της χήρας που ξαφνικά μένει μόνη. Το τιτίβισμα από τις χαρούμενες φωνές που γιορτάζουν μία νίκη μετατρέπεται σε οδυρμό. Ο θόρυβος από τα αρπαχτικά πτηνά, σαν σε ταινία του Χίτσκοκ, που σου παγώνει το αίμα και έρχεται από πολύ μακριά. Ψυχές χαρωπές μέχρι πριν από λίγο, που έρχεται ο βαρκάρης να τις πάρει στον κάτω κόσμο.
Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι όσοι βρεθηκαν στην εξέδρα «Λέπινγκς Λέιν» πέρασαν χωρίς να ξέρουν όχι την πόρτα ενός ποδοσφαιρικού σταδίου αλλά τις Πύλες της κολάσεως. Εχω ξαναγράψει πως όλοι νομίζαμε με το σφύριγμα της σέντρας ότι μας χώριζαν 90 αγωνιστικά λεπτά από το Γουέμπλει. Αποδείχτηκε μακάβρια στην πράξη πως 96 αθώες ψυχές ήταν απλά μόλις έξι λεπτά μακριά από έναν τραγικό θάνατο!