Ένας αληθινός ιππότης που λάτρευε το παιχνίδι!

Γεννημένος στο Χάρλεϊ μια μικρή πόλη δίπλα στο Στόουκ ον Τρεντ της κεντρικής Αγγλίας, την 1η Φεβρουαρίου 1915, ο Στάνλεϊ Μάθιους έμοιαζε γρήγορα πως ήταν παιδί θαύμα. Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.



Ένας αληθινός ιππότης που λάτρευε το παιχνίδι!

 Σε ηλικία έξι ετών είχε αφήσει άφωνους τους πάντες, αφού στο δωμάτιό του είχε ένα κομμάτι κάρβουνο για μπάλα και στόχος του ήταν μια εστία ζωγραφισμένη στον τοίχο. Στη γειτονιά, αν κάποιος έδινε την πέτσινη μπάλα στον μικροσκοπικό Στάνλεϊ, ο αγώνας ίσως και να τελείωνε εκεί, αφού σχεδόν την «κολλούσε» στα πόδια του.

Στα δέκα του χρόνια, ο πατέρας του συνειδητοποίησε πως το όνειρο να δει το παιδί του πρωτοπυγμάχο μάλλον δεν θα έπαιρνε ποτέ σάρκα και οστά. Έτσι τον έγραψε στους μικρούς της Στόουκ και το 1931 έκανε το ντεμπούτο του.

«Το ποδόσφαιρο υπήρξε για μένα η μεγάλη ευκαιρία. Πολλά παιδιά παίζαμε μαζί αλλά και δουλεύαμε στο εργοστάσιο της πόλης», μου είχε πει όταν συναντηθήκαμε το 1987 στο πλαίσιο της γιορτής για τα 100 χρόνια της αγγλικής ομοσπονδίας.

Θέλοντας να ξεφύγει από τη μιζέρια η ζωή του ήταν σκληρή: «Το εγερτήριο ήταν στις 06:00, γυμναστική, δουλειά, υγιεινή διατροφή και ποτέ αλκοόλ», έλεγε. Η στρατιωτική ζωή, ωστόσο, έφερε αποτελέσματα.

Το 1934 σε ηλικία 19  ετών, ο Στάνλεϊ Μάθιους ντεμπουτάρισε με τη φανέλα της εθνικής Αγγλίας εναντίον της Ουαλίας και στα 21 κέρδιζε ήδη το μάξιμουμ επιτρεπόμενης αμοιβής για έναν ποδοσφαιριστή, αφού είχε ήδη  οδηγήσει τη Στόουκ στην καλύτερη θέση της ιστορίας της στο αγγλικό πρωτάθλημα (4η). Έμεινε εκεί μέχρι το 1947, οπότε μεταγράφηκε στην Μπλάκπουλ.

Μαζί της έφτανε τον επόμενο χρόνο στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας, ενώ ανακηρύχθηκε και παίκτης της χρονιάς. Η ικανότητά του στην ντρίμπλα άρχιζε, πλέον, να αποκτά μυθικές διαστάσεις και το παρατσούκλι «ο μάγος της ντρίμπλας» έμελλε να τον συνοδεύει πια σε όλη του τη ζωή.

Γεμάτος  χάρη, φινέτσα και φαντασία θύμιζε περισσότερο Νοτιαμερικανό παρά Ευρωπαίο, πόσο μάλλον Άγγλο   ποδοσφαιριστή. Από τη θέση του δεξιού εξτρέμ ταλαιπωρούσε τις αντίπαλες άμυνες, ενώ οι προσπάθειές του κατέληγαν σχεδόν πάντα σε σέντρες εξαιρετικής ακρίβειας, που έδιναν την ευκαιρία στους συμπαίκτες του να σημειώνουν πολυάριθμα  γκολ.

Μόνο ο μεγάλος Γκαρίντσα στα χρόνια που ακολούθησαν μπόρεσε να φτάσει σε επίπεδα απόδοσης θεαματικού παιχνιδιού και, κυρίως, αριστοτεχνικά κοφτής ντρίμπλας παρόμοιας με αυτή του Μάθιους.

Το 1956 ήρθε η ύψιστη ποδοσφαιρική τιμή. Ο Στάνλεϊ Μάθιους έγινε σε ηλικία 41 ετών ο πρώτος παίκτης που κατέκτησε τη «Χρυσή Μπάλα» που διοργάνωνε το «France Football», επικρατώντας υποψηφίων που έφεραν   ονόματα, όπως Αλφρέδο ντι Στέφανο, Φέρεντς Πούσκας και Ραϊμόν Κοπά.

Έναν χρόνο αργότερα έκλεισε τη διεθνή του καριέρα ύστερα από 23 ολόκληρα χρόνια, πραγματοποιώντας την 54η και τελευταία εμφάνισή του με την εθνική, στην απίστευτη ηλικία των 43 ετών.

Τα ρεκόρ του, όμως,  δεν σταμάτησαν εδώ. Το 1961 μεταγράφηκε ξανά στη Στόουκ, με την οποία το 1963 κατέκτησε το πρωτάθλημα της δεύτερης κατηγορίας και τον τίτλο του καλύτερου Άγγλου παίκτη της σεζόν για δεύτερη φορά έπειτα από 15 ολόκληρα χρόνια. Είχε ήδη, βέβαια, αγωνιστεί με τις μικτές Ευρώπης και Κόσμου, καθώς και Μεγάλης Βρετανίας.

Η 6η Φεβρουαρίου 1965 αποτέλεσε ημερομηνία σταθμό στην καριέρα του, διότι έδωσε τον 699ο αγώνα του στο πρωτάθλημα 5 ημέρες μετά την 50ή επέτειο των γενεθλίων του και έγινε ο γηραιότερος παίκτης που έπαιξε ποτέ στην πρώτη κατηγορία της Αγγλίας.

Λίγες μέρες μετά, η βασίλισσα Ελισάβετ του απένειμε τον τίτλο του «Σερ» και, κατά συνέπεια, αναδείχθηκε στον πρώτο ιππότη από τον χώρο του ποδοσφαίρου.

Μια καινούργια σελίδα άνοιξε στη ζωή του, καθώς επί πολλά χρόνια ταξίδευε σε διάφορα μέρη (Μάλτα, Γκάνα, Ζιμπάμπουε), προσπαθώντας να μυήσει τα μικρά παιδιά στα μυστικά του αθλητισμού που λάτρευε.

Ο ίδιος αποτέλεσε πρότυπο μένοντας μέχρι το 1999 στα 84 του χρόνια, πιστός στις αρχές που τον κράτησαν ακμαίο:  πρωινό εγερτήριο στις 06:00, γυμναστική, προσεγμένη διατροφή.

«Έφυγε» από τη ζωή στις 23 Φεβρουαρίου 2000 μετά από μία σύντομη μάχη με την ανίατη ασθένεια, αλλά ως το τέλος δεν σταμάτησε να ασχολείται με το παιχνίδι που λάτρεψε από παιδί.

Όταν μιλήσαμε στον αέρα του «ΣΠΟΡ FM» τον Δεκέμβριο του 1996, στο πλαίσιο της αφιερωματικής εκπομπής για τη «Χρυσή Μπάλα», είχε κάνει εντύπωση σε όλους η απλότητά του.

Μιλώντας, καταλάβαινες πως αυτό που τον απογοήτευε πιο πολύ στο αγγλικό ποδόσφαιρο όπου η δύναμη και η αντοχή περίσσευαν, ήταν η απουσία της τεχνικής σε μεγάλο βαθμό.

«Η χώρα μου δεν παράγει πια μεγάλους ποδοσφαιριστές. Ποδοσφαιριστές μοναδικής κλάσης και αξίας. Μόνο ο Σίρερ είναι κάτι ξεχωριστό και θα ήταν και ο Γκασκόιν αν δεν έκανε τόσο κακή ζωή», έλεγε.

Όταν είχαμε συναντηθεί από κοντά το 1987 το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν πώς σε κοιτάει ευθεία στα μάτια. Είχε ένα αφοπλιστικό χαμόγελο και ήταν παραπάνω από φανερό πως λάτρευε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής.

Όταν κάναμε το αφιέρωμα στη «Χρυσή Μπάλλα» όχι μόνο δεν αρνήθηκε να μας μιλήσει, αλλά όταν υπήρξε πρόβλημα με την πρώτη μας εγγραφή στην κασέτα από λάθος του ηχολήπτη, έριξα τα μούτρα μου και τηλεφώνησα ξανά.

«Σερ Στάνλεϊ ξέρετε… έγινε κάποιο λάθος και δεν γράφτηκαν αυτά που είπαμε». Κενό. Ακούστηκε ένα γέλιο, είπε «πάμε πάλι» και δεν είχε απολύτως κανένα ενδοιασμό να τα ξαναπεί!

Ήταν ένας άνθρωπος αληθινό μνημείο με φοβερές ατάκες όπως «σήμερα γίνεσαι σταρ από μία ντρίμπλα». Aλλά δεν παρελειπε να πει πως «ο Ρονάλντο είναι κάτι πολύ ξεχωριστό όπως και ο Ράιαν Γκιγκς αν τον αφήσουν να κάνει καριέρα και δεν πέσουν πάνω του σαν τα αρπαχτικά». Ο ίδιος  έπαιζε απλά για να έχει χρήματα στη μάχη της επιβίωσης. Το γεγονός πως αυτό του χάρισε τη θέση στην αιωνιότητα, όμως,  δεν το ξεχνούσε ποτέ.

Κάποτε σε έναν αγώνα του, η μπάλα πήγε στην εξέδρα πάνω σε έναν οπαδό, ο οποίος δεν του την έδινε με τίποτα πίσω. Την άλλη μέρα μια εφημερίδα έγραψε: «Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος κατάφερε να πάρει την μπάλα από τον Μάθιους…».

Σερ Στάνλεϊ, εκεί ψηλά που είσαι, ένα μεγάλο ευχαριστώ!