ENGLAND365 02.02.2011 | 08.56
Ο Ουρουγουανός επιθετικός είναι ο παίκτης που με τον ερχομό του στο «Άνφιλντ» έχει τα κότσια να επωμισθεί το σίγουρα εξαιρετικά δύσκολο έργο να γίνει κάτοχος της φανέλας με το νούμερο 7 των «κόκκινων», που από δοξασμένη στις ανεπανάληπτες δεκαετίες του 60 , 70 και 80, από τρία από τα ιερά τέρατα τη Λίβερπουλ, και με μία μικρή διακοπή στα τέλη της τελευταίας εξ αυτών, παραμένει έκτοτε στοιχειωμένη. Σε σημείο μάλιστα να περίμενε παραλήπτη εδώ και περίπου δύο χρόνια.
Η συγκεκριμένη φανέλα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πιο παραγωγική σε τρόπαια 25ετία στα περίπου 120 χρόνια της διαδρομής της ιστορίας του σωματείου του Μερσισάιντ. Δηλαδή από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν οι «κόκκινοι» του Μπιλ Σάνκλι άρχισαν να χτίζουν τα θεμέλια της μετέπειτα αυτοκρατορίας τους τόσο στην Αγγλία όσο και την Ευρώπη γενικότερα.
Η αρχή της δόξας με Κάλαχαν
Τότε τη φανέλα με το νούμερο 7 φορούσε μία από τις κορυφαίες μορφές εκείνης της ομάδας. Δεν ήταν άλλος από τον θρυλικό Ίαν Κάλαχαν. Τον άνθρωπο που με 857 συμμετοχές (από τον Απρίλιο του 1960 ως τον Μάρτιο του 1978) παραμένει ο ρέκορντμαν της ομάδας με την οποία πέτυχε 68 γκολ (49 εξ αυτών σε 640 παρουσίες στο πρωτάθλημα). Έγινε το 1974 ο πρώτος της ποδοσφαιριστής που πήρε τον τίτλο του κορυφαίου της χρονιάς στην Αγγλία και παρόλο ότι φόρεσε μόλις σε τέσσερις περιπτώσεις τη φανέλα της εθνικής ομάδας της χώρας ήταν μέλος το 1966 των θριαμβευτών στο δικό τους Παγκόσμιο Κύπελλο «λιονταριών». Όταν η Λίβερπουλ κατέκτησε το 1977 το πρώτο της κύπελλο Πρωταθλητριών ο ικανότατος αυτός μέσος ήταν ο μοναδικός παίκτης της που είχε δώσει το «παρών» και στο πρώτο της ευρωπαϊκό ματς 13 χρόνια νωρίτερα.
Σκυτάλη στον Κίγκαν
Είχε βέβαια παραδώσει από τις αρχές της δεκαετίας του 70 τη φανέλα με το 7 στο νέο τότε αστέρι της ομάδας που άκουγε στο όνομα Κέβιν Κίγκαν. Ο νεαρός Άγγλος επιθετικός που αποκτήθηκε το 1971 από τη Σκάνθορπ μαζί με τον Ουαλό Τζον Τόσακ και τον Ιρλανδό Στιβ Χάϊγουέι αποτέλεσαν την γραμμή πυρός των «κόκκινων» επί σειρά ετών και στις 323 παρουσίες του με τη συγκεκριμένη φανέλα της ομάδας του μεγάλου λιμανιού πέτυχε 100 (68 σε 230 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα) γκολ. Αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι άσοι από το θρυλικό «Κοπ» που σοκαρίστηκε όταν το καλοκαίρι του 1977 αποφάσισε να ξενιτευτεί στη Γερμανία για να συνεχίσει την καριέρα του στο Αμβούργο.
Όμως ο διάδοχος του στην κατοχή της φανέλας με το 7 έμελλε όχι να τον ξεπεράσει απλά αλλά να αποδειχθεί εκείνος αξεπέραστος. Δεν ήταν άλλος από τον νυν τεχνικό της και κατά πολλούς κορυφαίο παίκτη που έχει αγωνιστεί με τους «κόκκινους».
Ο αξεπέραστος «βασιλιάς» Κένι
Ο μετέπειτα «βασιλιάς» Κένι Νταλγκλίς αποτελεί μαζί με τους αλησμόνητους «δασκάλους» του και όχι μόνον Σάνκλι και Μπομπ Πέισλι την επιτομή του μεγαλείου της Λίβερπουλ. Πρώτα σαν παίκτης (512 παρουσίες και 172 γκολ σ’ όλα τα μέτωπα με 335/118 τον σχετικό απολογισμό στο πρωτάθλημα). Ερχόμενος από τη Σέλτικ ο Σκωτσέζος διεθνής πρώτα ως ένας ασύγκριτης ποδοσφαιρικής ικανότητας και ευφυΐας επιθετικός και στη συνέχεια αρχικά ως παίκτης-μάνατζερ και έπειτα με την 2η και μόνον ιδιότητα (όταν κρέμασε κάποια στιγμή τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια) οδήγησε την ομάδα του στο τελευταίο κομμάτι των σχεδόν ασταμάτητων της επιτυχιών. Και εδώ και λίγες εβδομάδες επέστρεψε στη βάση του για να βοηθήσει την λατρεμένη του ομάδα να βγει από το σκοτεινό τούνελ στο οποίο μπήκε με τον Ρόι Χόντγκσον στον πάγκο της.
Από εκεί και πέρα όμως όσοι αρχικά αναγκάστηκαν (γιατί ακόμα δεν είχε ξεκινήσει στην Αγγλία η πρακτική με τα πέραν του αριθμού 16 νούμερα στις φανέλες και την προσθήκη του ονόματος στον παίκτη που την «χρεώνεται») να την φορέσουν ή τόλμησαν να την επιλέξουν τα βρήκαν εξαιρετικά σκούρα.
Μία και μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε ένας παίκτης τον οποίο ο ίδιος ο Νταγλκλίς ως προπονητής φρόντισε να πάρει στο «Άνφιλντ».
Μπίρντσλι και μετά το …χάος
Δεν ήταν άλλος από τον Πίτερ Μπίρντσλι. Ο διεθνής Άγγλος μεσοεπιθετικός μετά την έλευση του το καλοκαίρι του 1987 από την Νιουκάστλ έναντι 1,9 εκατομμυρίων στερλινών (ποσό ρεκόρ για τη Βρετανία τω καιρώ εκείνω) είχε κάθε άλλους παρά ευοίωνους πρώτους μήνες στην καριέρα του στο λιμάνι και στο ξεκίνημα του 1988 είχε πετύχει μόλις 4 γκολ. Αλλά προς το φινάλε της πρώτης του σεζόν απογειώθηκε και με απολογισμό 18 τέρματα τα κατάφερε κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά συνθέτοντας μαζί με τον συμπαίκτη του και στην εθνική Αγγλίας Τζον Μπάρνς ένα εξαιρετικό επιθετικό δίδυμο. Ενώ παράλληλα ήταν οι βασικοί δημιουργοί ουκ ολίγων τερμάτων που πετύχαινε ο τρίτος της γραμμής πυρός της ομάδας Ιρλανδός Τζον Όλντριτζ.
Πριν από βραχύσωμο άσο στα βάσανα μπήκαν, ευτυχώς για εκείνους για μικρό χρονικό διάστημα, παίκτες όπως οι Σάμι Λι, Πολ Γουόλς και Γιάν Μέλμπι που όμως απέτυχαν να συνεχίσουν την βαριά κληρονομιά των τριών κορυφαίων προκατόχων τους (Κάλαχαν, Κίγκαν, Νταλγκλίς). Αλλά και οι μετά-Μπίρντσλι «εκλεκτοί» δεν μπόρεσαν πολύ περισσότερα. Ανάμεσα τους και οι Νάιτζελ Κλαφ, Στιβ ΜακμΜάναμαν και Βλαντιμίρ Σμίτσερ.
Από την απογοήτευση του Κίουελ στο πατατράκ του Κιν
Όταν το καλοκαίρι του 2003 αποκτήθηκε έναντι 5 εκατομμυρίων στερλινών από τη Λιντς (απορρίπτοντας λίαν δελεαστικές προτάσεις άλλων μεγάλων σωματείων για να φορέσει τη φανέλα της ομάδας που λάτρευε από παιδί) οι προσδοκίες στη Λίβερπουλ ήταν μεγάλες. Ο Αυστραλός διεθνής μεσοεπιθετικός ξεκίνησε κάτι παραπάνω από ελπιδοφόρα ( 11 γκολ σε 49 παρουσίες σ’ όλα τα μέτωπα στην παρθενική του σεζόν με τους «κόκκινους). Τα εννιά εξ αυτών όμως σημειώθηκαν στο πρώτο μισό της και η συνέχεια ήταν αποκαρδιωτική καθώς μία σειρά από τραυματισμούς και απώλεια φόρμας τον έφεραν γρήγορα στο δρόμο της εξόδου από τον «Άνφιλντ». Μάλιστα πριν την περάσει είχε την λίαν δυσάρεστη εμπειρία να γίνει αλλαγή σε τρεις τελικούς με την ομάδα του μεγάλου λιμανιού (κόντρα στην Τσέλσι στο Λιγκ Καπ το 2005 , με την Μίλαν σ’ εκείνο του Τσάμπιονς Λιγκ την ίδια χρονιά και μ’ αντίπαλο τη Γουέστ Χαμ στο Κύπελλο Αγγλίας το 2006). Φεύγοντας από το Λίβερπουλ το καλοκαίρι του 2008 είχε 139 παρουσίες και μόλις 16 γκολ (93/12 ο απολογισμός του στο πρωτάθλημα).
Αν όμως η εμπειρία του Κίουελ ήταν απογοητευτική εκείνη του διαδόχου του Ρόμπι Κιν ήταν ασφαλώς ….τραυματική. Για την απόκτηση του διεθνή Ιρλανδού επιθετικού από την Τότεναμ η Λίβερπουλ έδωσε 19 εκατομμύρια στερλίνες το καλοκαίρι του 2008 και εκείνος με τη σειρά του αποδείχθηκε κυριολεκτικά …διάττων αστέρας στο λιμάνι. Μόλις 7 γκολ σε 28 παρουσίες (5/ 19 στο πρωτάθλημα) και έξι μήνες μετά ο επίσης φανατικός από μικρός παιδί οπαδός της μικρός αδελφός του επί σειρά ετών κάπτεν της μισητής Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μάζεψε τα πράγματα του και γύρισε εκεί από όπου είχε φύγει. Από τότε και έπειτα ουδείς παίκτης τόλμησε να φορέσει το ένδοξο 7 της Λίβερπουλ. Ούτε και το μεγάλο της καλοκαιρινό απόκτημα από την Τσέλσι ο Τζο Κόουλ, ενώ αρχικά υπήρξαν φήμες ότι θα τολμούσε κάτι τέτοιο, ο διεθνής Άγγλος επιθετικός προτίμησε την ..ασφάλεια της φανέλας με το 10.
Όμως από το βράδυ της περασμένης Δευτέρας ο Ουρουγουανός διεθνής επιθετικός που μαζί με τον επίσης νεοαποκτηθέντα Άντι Κάρολ θα κληθούν να αποδείξουν ότι μπορούν να προσφέρουν περισσότερα από τον πολύ επιτυχημένο Φερνάντο Τόρες ο οποίος μεταπήδησε την ίδια ημέρα στην Τσέλσι, έχει την τόλμη (κάποιοι θα την πουν άγνοια κινδύνου) να αναλάβει αυτή την τεράστια πρόκληση . Να γίνει δηλαδή ο πρώτος μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες επιτυχημένος κάτοχος της θρυλικής κόκκινης φανέλας με το 7. Εκείνης που περισσότερο από όλους δόξασε ο νυν προπονητής της νέας του ομάδας.