Τα ενενήντα λεπτά που άλλαξαν το ποδόσφαιρο!

Στις  25 Νοεμβρίου, συμπληρώθηκαν τα 63 χρόνια από τη μέρα που ένα τεράστιο χαστούκι στο αγγλικό ποδόσφαιρο από την υπερομάδα της Ουγγαρίας με τον Φέρεντς Πούσκας μπροστάρη, άλλαζε τον τρόπο που ο κόσμος έβλεπε το ποδόσφαιρο. Ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος εξηγεί τι σήμαινε για όλους εκείνο το εντυπωσιακό 3-6 και κυρίως τι δίδαξε εκείνη η ήττα σε όλο τον πλανήτη! 



Τα ενενήντα λεπτά που άλλαξαν το ποδόσφαιρο!

Η Αγγλία παρέμενε αήττητη στην έδρα της από το 1871 κόντρα σε μη βρετανική ομάδα, αλλά έμελλε εκείνα τα ενενήντα λεπτά να άλλαζαν τη μορφή στο άθλημα που ξέρουμε.  Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι οι Μαγυάροι κέρδισαν, ούτε η διαφορά στο σκορ με αυτό το απίθανο 3-6. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο το κατάφεραν. Σε επίπεδο τακτικής και τεχνικής η Αγγλία υπερνικήθηκε από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Έξι μήνες αργότερα, οι ομάδες ξανασυναντήθηκαν με τους Άγγλους να επιθυμούν την ρεβάνς. Σκορπίστηκαν ξανά, με 7-1, στη Βουδαπέστη! Η Αγγλία, η γενέτειρα του ποδοσφαίρου, είχε βαθιά πίστη πως ήταν έμφυτα ανώτερη. Σε δύο αγώνες η Ουγγαρία απέδειξε πόσο μακριά είχε φτάσει ο κόσμος και πόσο πίσω είχε μείνει η  Βρετανία.

Για τους Ούγγρους, η νίκη στο Γουέμπλεϊ, ήρθε ως συνέχεια ενός αήττητου σερί που τελείωσε  στον τελικό της Βέρνης το 1954 απέναντι στους Δυτικογερμανούς για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και αποτελούσε την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι αυτή η  «χρυσή ομάδα», με την ηγετική φυσιογνωμία του Φέρενς Πούσκας, ήταν η καλύτερη στον κόσμο. Ηταν πεπρωμένο της να μείνει βασίλισσα χωρίς στέμμα ωστόσο.  

«Δεν είχαμε χάσει από το 1949 και παίζοντας το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, η διάταξη της ομάδας και η τακτική αναπτύχθηκε και αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι ήμασταν καλοί» είχε πει  ο δεξιός οπισθοφύλακας Γιένο Μπουζάνσκι.

«Εξαιτίας της τακτικής κέρδισε η Ουγγαρία. Ο αγώνας ανέδειξε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διατάξεις, και όπως συμβαίνει συνήθως, η νεότερη και πιο ανεπτυγμένη διάταξη επικράτησε». Η Ουγγαρία ήταν μία χώρα που λειτουργούσε κομμουνιστικά μεν, επαναστατικά δε και κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στον συντηρητισμό όπως γράφει στο πολύ σπουδαίο  βιβλίο του σχετικά με το ποδόσφαιρο στο πρώην ανατολικό μπλοκ,  ο Αγγλος δημοσιογράφος Τζόναθαν Γουίλσον.

Στην Ουγγαρία τα θέματα τακτικής ήταν πάντα προς συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε τρεις ριζοσπαστικούς προπονητές, τον Μάρτον Μπούκοβι, τον Μπέλα Γκούτμαν και τον Γκουστάβ Σέμπες. Οι δύο πρώτοι δούλεψαν και στην Ελλάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό οδηγώντας τον σε δύο πρωταθληματα το ‘66 και το ‘67 και ο Γκούτμαν (ο Μουρίνιο της εποχής του)   το 1967 ανεπιτυχώς στον ΠΑΟ. Μάλιστα  παρότι στην ιστορία του ποδοσφαίρου παραμένει ως ο μοναδικός τεχνικός που κατέκτησε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες και  ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Μπενφίκα των θριάμβων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών την διετία 1961 και 1962, ο Γκούτμαν δεν συμπλήρωσε ούτε τρίμηνο στον πάγκο του τριφυλλιού! .

 Ο Σέμπες ήταν αυτός που οδήγησε την Ουγγαρία στην δόξα του Γουέμπλεϊ, αλλά ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε τον σημαντικότερο νεωτερισμό τακτικής. Ως προπονητής της ΜΤΚ της Βουδαπέστης, μετέτρεψε το WM επαναφέροντας τους πλάγιους στα άκρα της επίθεσης, ενώ τράβηξε αντίθετα τον σέντερ φορ στο κέντρο. Τότε έγινε προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα απαιτούσε επιπλέον αμυντική κάλυψη και για το λόγο αυτό άλλος ένας από τους αμυντικούς μέσους οπισθοχώρησε, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό 4-2-4.

Στην πραγματικότητα, ο Γουόλτερ Γουίντερμπότομ, ο προπονητής της Αγγλίας, περιορίστηκε στο WM γιατί το είχαν συνηθίσει οι παίκτες του στις ομάδες τους. Στην Ουγγαρία, ωστόσο, ήταν πολύ πιο επικεντρωμένο στην εθνική ομάδα, κυρίως λόγω της αναγνώρισης της δυνατότητας προπαγάνδας μέσω του αθλήτισμού από την Κομμουνιστική κυβέρνηση. Μετά από ένα σύντομο διάστημα ως μέλος μια τριμελούς προπονητικής επιτροπής, ο Σέμπες διορίστηκε ως μοναδικός προπονητής της εθνικής ομάδας το 1949, το έτος όπου το κομουνιστικό καθεστώς διέταξε την εθνικοποίηση όλων των αθλητικών συλλόγων. Ο Σέμπες είχε δει ότι οι μεγάλες ομάδες της Ιταλίας και της Αυστρίας του 1930 αντλούσαν τους παίκτες τους από μια ή δύο ομάδες και επιζήτησε κάτι παρόμοιο και στην Ουγγαρία. Η Κίσπεστ, ο προαστιακός σύλλογος όπου ανήκαν ο Πούσκας και ο Μπόσζικ, έγινε η ομάδα του στρατού και μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, δηλαδή «οι υπερασπιστές της πατρίδας». Ήταν πιο απλό να πείσουν τους νεαρούς ποδοσφαιριστές ότι η στρατιωτική θητεία τους θα περνούσε καλύτερα παίζοντας μπάλα. Ο Κόκτσις, για παράδειγμα, έφτασε σε ηλικία στράτευσης το 1950 και του δόθηκε η επιλογή είτε να παίξει για την Χόνβεντ ή να υπηρετήσει σε κάποιο στρατόπεδο στα σύνορα. Αν και υπήρχαν ήδη αρκετοί διεθνείς στην ΜΤΚ – η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 50 ήταν η ομάδα της μυστικής αστυνομίας – ο Σέμπες κατάφερε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την Χόνβεντ σαν ουσιαστικό προπονητικό κέντρο της εθνικής Ουγγαρίας.

Η Ουγγαρία, που ήταν υπό ανοικοδόμηση, μετά τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε  έμφαση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι. Τα κράτη του ανατολικού  μπλοκ είχαν το πλεονέκτημα ότι όλοι οι μεγάλοι τους αθλητές μετρούσαν ως ερασιτέχνες. Ο Σέμπες «συναρμολογούσε» ακόμη την ομάδα του, αλλά στον τελικό κέρδισαν και τους Γιουγκοσλάβους.

Ο πρόεδρος της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, Σερ Στάνλεϊ Ράους εντυπωσιασμένος πλησίασε τον Σέμπες για να του προτείνει έναν φιλικό αγώνα. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν την έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος, η οποία φοβόταν το ενδεχόμενο ήττας

Στην ΜΤΚ, μολονότι είχε τον Χιντεγκούτι στην ομάδα του, ο Μπούκοβι έβαζε τον Πίτερ Παλοτάι σαν κεντρικό επιθετικό και ο Σέμπες, λογικά, έκανε το ίδιο στην εθνική ομάδα. Ένα φιλικό στην Ελβετία τον Σεπτέμβριο του 1952, άλλαξε την ιστορία. Η Ουγγαρία βρέθηκε να χάνει με 2-0 μετά από μισή ώρα παιχνιδιού, ο Χιντεγκούτι μπήκε  στην θέση του Παλοτάι και η Ουγγαρία κέρδισε με 4-2 και η συνεισφορά του  ήταν τέτοια που η θέση του στην βασική εντεκάδα έγινε αδιαπραγμάτευτη.

Πριν τον αγώνα στο Λονδίνο αναδείχτηκε και η σπουδαιότητα του ρόλου του Σέμπες, ο οποίος δεν ήταν απλά μια διάνοια σε θέματα τακτικής, αλλά και γνώστης της πολιτικής με μεγάλες ικανότητες, όπως είχε επιδείξει όταν οργάνωσε την απεργία των εργατών στο εργοστάσιο της RENAULT πριν τον Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Σέμπες κατάλαβε γρήγορα πως το σύστημά του ήθελε  ένα κεντρικό αμυντικό που δεν ήταν μόνο δυνατός, αλλά και ικανός να φτιάχνει το παιχνίδι από τα μετόπισθεν. Ο ιδανικός άνθρωπος για τον ρόλο ήταν ο αμυντικός της Βάσας, Γκιούλα Λόραντ. Ο μετέπειτα τεχνικός που οδήγησε τον ΠΑΟΚ στον πρώτο του πρωτάθλημα το 1976 και πέθανε στην διάρκεια αγώνα με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα το 1981, βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Είχε σχεδιάσει να ηγηθεί μιας ομάδας Ούγγρων αποστατών που θα έδινε σειρά αγώνων στην Δυτική Ευρώπη. Ο Σέμπες ζήτησε την απελευθέρωσή του από τον Υπουργό Εσωτερικών, Γιάνος Κάνταρ, πριν από ένα φιλικό στην Αυστρία, δίνοντας προσωπική εγγύηση ότι ο Λόραντ δεν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο όσο θα βρισκόταν στην Βιέννη. Ο Κάνταρ συμφώνησε και ο Γκιούλα με μια θαυμάσια εμφάνιση βοήθησε την  Ουγγαρία να κερδίσει την μεγάλη της αντίπαλο για πρώτη φορά ύστερα σε 12 χρόνια.

Δεν ήταν όμως το μοναδικό μέλος της  «Αράντσιπατ» που είχε προβλήματα με το καθεστώς. Ο τερματοφύλακας, Γκιούλα Γκρόσιτς, είχε επίσης συλληφθεί το 1949 επειδή προσπάθησε να φύγει παράνομα από τη χώρα και ένιωθε ότι αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία. 

Ο Σέμπες  πάνω απ’ όλα, ήταν άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Ακόμη και το ότι έπεισε την κυβέρνηση να διοργανώσει το παιχνίδι ενάντια στην Αγγλία ήταν ένας άθλος και αφού είχε φτάσει μέχρι εκεί ήταν αποφασισμένος ότι θα το κέρδιζε! Βρήκε μερικές αγγλικές μπάλες, τις κλασσικές λευκές και τις πήρε μαζί για να συνηθίσουν οι παίκτες του αφού ήταν τέτοιο το υλικό τους που απορροφούσε την υγρασία και έπαιρναν βάρος όσο κυλούσε το παιχνίδι. Επίσης ξέροντας πως ο αγωνιστικός χώρος του Γουέμπλεϊ είχε πλάτος 74 μέτρα, το μεγαλύτερο στον κόσμο προσάρμοσε ένα από τα βοηθητικά γήπεδα για να ταιριάζει στις διαστάσεις του!.

Το πρώτο παιχνίδι της Ουγγαρίας με την αγγλική μπάλα δείχνει πραγματικά πόσο χρειάζονταν την εξάσκηση. Δέκα μέρες πριν το παιχνίδι του Γουέμπλεϊ, οι Ούγγροι με δυσκολία απέσπασαν την ισοπαλία (2-2) από την Σουηδία στην Βουδαπέστη.

Η μετάβαση στο Λονδίνο θα γινόταν αεροπορικώς, όμως ο Σέμπες άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο για την ομάδα να ταξιδέψει με το τρένο, να σταματήσει στο Παρίσι για ένα παιχνίδι-ζέσταμα απέναντι στους εργάτες του εργοστασίου της RENAULT όπου είχε εργαστεί πριν τον Παγκόσμιο Πόλεμο.  «Ήταν μια μεγάλη ώθηση για το ηθικό μας» θυμόταν στο βιβλίο του Γουίλσον ο Μπουζάνσκι. «Κερδίσαμε 18-0 και αυτό μας έδειξε πως δεν ήμασταν τόσο κακοί». 

Η νευρικότητα που συνόδευε την είσοδο τους στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλει κράτησε μόνο μέχρι το πρώτο άγγιγμα της μπάλας. Δεν χρειάστηκε περισσότερο από ένα λεπτό για να πάρει η Ουγγαρία το προβάδισμα, τη στιγμή που ο Μπόζικ πέρασε μια μπαλιά στον Χιντεγκούτι που σκόραρε από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής. Ο Τζάκι Σιούελ ισοφάρισε, αλλά σύντομα ο Χιντεγκούτι πρόσθεσε άλλο ένα τέρμα στο ενεργητικό του, πριν ο Πούσκας σκοράρει το γκολ που θα του χάριζε την αθανασία. Ο Τσίμπορ έκανε  τη σέντρα στον Πούσκας πάνω στη γραμμή της μικρής περιοχής και καθώς αυτός κοντρόλαρε τη μπάλα ο Μπίλι Ράιτ έκανε το τάκλιν. Τότε ο Πούσκας πάτησε τη μπάλα προς τα πίσω και με μια κίνηση έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα αφήνοντας τον Ράιτ να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί. «Όλοι θυμούνται αυτό το γκολ», έγραψε στο βιβλίο του ο Πούσκας, «αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω στην άκρη γρήγορα αλλιώς ο Ράιτ θα με είχε ποδοπατήσει».

Όσο μετριοπαθής κι αν είναι, αυτό το γκολ επιβεβαίωσε τη θέση του ως  κορυφαίου ποδοσφαιριστή μιας σπουδαίας ομάδας. Οι αγγλικές εφημερίδες έγραφαν όλες για τον Πούσκας το επόμενο πρωί, βαφτίζοντάς τον ο «καλπάζων συνταγματάρχης» αν και ήταν μόνο υπολοχαγός. Το τελικό 3-6 δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την ανωτερότητα της Ουγγαρίας.

Πάνω από 150.000 οπαδοί συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης, για να αποθεώσουν την Ουγγαρία. Οταν αντιμετώπισαν την Αγγλία ξανά τον Μάιο του 1954 υπολογίζεται ότι περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι ζήτησαν εισιτήρια. Επισήμως, 105.000 θεατές την είδαν να κερδίζει με 7-1 στο «Νεπστάντιον», αλλά περισσότεροι ακόμη στριμώχτηκαν στις κερκίδες. Υπάρχουν ιστορίες ότι οπαδοί μέσα από το γήπεδο χρησιμοποιούσαν ...ταχυδρομικά περιστέρια για να στείλουν τα εισιτήριά τους σε φίλους που περίμεναν απ’ έξω. Κατά κάποιο τρόπο το 1954 ήταν περισσότερο σημαντικό γιατί απέδειξε ότι αυτό που συνέβη στο Γουέμπλεϊ δεν ήταν περιστασιακό. Εκείνες τις γκρίζες  μέρες το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους στην Ουγγαρία.

Αυτή η νίκη με 7-1, ωστόσο, ήταν το ζενίθ της «χρυσής ομάδας». Η Ουγγαρία ήταν δίχως αμφιβολία η καλύτερη ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά με τον Πούσκας τραυματία, το προβάδισμα των δυο γκολ ανατράπηκε και η Δυτική Γερμανία στέφθηκε πρωταθλήτρια κόσμου. «Η αντίδραση στην Ουγγαρία ήταν φριχτή» διηγείται ο Γκρόσιτς. «Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους μετά το παιχνίδι. Με το πρόσχημα του ποδοσφαίρου, διαδήλωναν ανοικτά ενάντια στο καθεστώς. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο πικρή που μπορούσες να την αισθανθείς για μήνες μετά. Σε εκείνες τις διαδηλώσεις πιστεύω ότι βρίσκονται οι βάσεις της Εξέγερσης του 1956».

Η επανάσταση και η επέμβαση από τα σοβιετικά τανκ αποτελείωσε την «Αράντσιπατ» μολονότι, είναι αλήθεια ότι η εικόνα της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει καιρό πριν. Ο Φέρενς Πούσκας θα επέστρεφε στο «Γουέμπλεϊ» για πρώτη φορά μελλοντικά, 18 χρόνια αργότερα, το 1971, οδηγώντας τον Παναθηναϊκό στο τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών απέναντι στον Άγιαξ.

Όσο για την Αγγλία, αυτό το στραπάτσο την κατέβασε από το συννεφάκι που βρισκόταν θεωρώντας πως ήταν η καλύτερη. Ο Αλφ Ράμσεϊ έμαθε πολλά από εκείνη την ήττα και θα ήταν αυτός που αναλαμβάνοντας την εθνική ομάδα του 1962 θα μετέτρεπε το κλασσικό WM σε 4-4-2 και θα έβρισκε τον τρόπο να χρησιμοποιήσει δύο φορ και να έχουν πλάτος τα χαφ του. Η Αγγλία επί των ημερών του έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια όπως και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα γινόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης υπό τις οδηγίες του Σερ ματ Μπάσμπι, ενός τεχνικού  επηρεασμένου επίσης από την ουγγρική πανδαισία εκείνου του μεσημεριού! Ήταν η μέρα που θα άλλαζε το ποδόσφαιρο αφού πάνω σε αυτή την ουγγρική συνταγή ακόμα και οι Βραζιλιάνοι θα έφταναν στην πρώτη κατάκτηση του Μουντιάλ το 1958…