Όταν τα Τρία Λιοντάρια «νίκησαν» τον φασισμό
Για περισσότερα από 80 χρόνια το ποδοσφαιρικό μίσος μεταξύ Αγγλίας και Ιταλίας έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα στα γήπεδα των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Οι δύο δυνάμεις διασταύρωναν τα ξίφη τους από την εποχή του Μουσολίνι έως και το Μουντιάλ της Βραζιλίας, μέσα από σκληρές αναμετρήσεις που συχνά οδηγούσαν σε εκτροπές και έμειναν έτσι για πάντα χαραγμένες στην ιστορία των αθλητικών χρονικών.
Γυρίζοντας πίσω τον χρόνο στο μακρινό 1934, η Ιταλία υπό το καθεστώς του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι θα βρεθεί να αναλαμβάνει την απόλυτη ποδοσφαιρική διοργάνωση του πλανήτη, αυτή του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Ένα γεγονός που αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία για τον Μουσολίνι να οδηγήσει την χώρα στο υψηλότερο βάθρο του κόσμου και να επιβάλλει με αυτό τον τρόπο την ολοκληρωτική κυριαρχία του. Πράγματι λοιπόν η «Σκουάντρα Ατζούρα» στέφθηκε Παγκόσμια Πρωταθλήτρια και ταυτόχρονα άρμα του δικτάτορα στο σχέδιο εξάπλωσης των απολυταρχικών καθεστώτων σε όλη την Ευρώπη του Μεσοπολέμου μέσω της δύναμης του ποδοσφαίρου.
Το μεγάλο ραντεβού
Το ημερολόγιο θα γράψει 14 Νοεμβρίου του 1934 όταν και η κάτοχος του τρόπαιου Εθνική Ιταλίας ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει την Αγγλία σε μια φιλική αναμέτρηση στο Λονδίνο. Η σπουδαιότητα αυτού του αγώνα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και για τις δυο φιναλίστ, καθώς η έκβαση του θα καθόριζε το ποια είναι πραγματικά η καλύτερη ομάδα στον κόσμο.
Στα δυο στρατόπεδα θα έλεγε κανείς πως κυριαρχούσε η απόλυτη εμπιστοσύνη στα συγκροτήματα τους. Η Αγγλία από την μια πλευρά χωρίς έχει γίνει ακόμη μέλος της ΦΙΦΑ και να έχει συμμετάσχει στα δυο προηγούμενα Μουντιάλ, εξακολουθούσε να τρέφει την ιδέα πως είναι ανίκητη. Και μπορεί στο δυναμικό της να μην διέθετε κανέναν παίκτη με διψήφιο αριθμό συμμετοχών, είχε όμως ως βάση της τους απροσπέλαστους «κανονιέρηδες» της Άρσεναλ του Τσάπμαν. Την ίδια στιγμή η Ιταλία του Μουσολίνι ταξίδεψε στο Νησί έχοντας στο πλήρωμα της όχι μόνο όλους της τους αστέρες, αλλά και το επιπλέον κίνητρο της νίκης λόγω των δελεαστικών υποσχέσεων του δικτάτορα προς τους παίκτες. Ειδικότερα, λέγεται πως ο ίδιος ο Μουσολίνι είχε δεσμευτεί να επιβραβεύσει με πριμ 150 λιρών, μιας Alfa Romeo, καθώς και στρατιωτική απαλλαγή σε κάθε ποδοσφαιριστή σε περίπτωση επικράτησης τους.
Η «μάχη του Χάιμπουρι»
Εκείνη ήταν και η ημέρα όπου ο ποδοσφαιρικός ναός του γηπέδου Χάιμπουρι μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πεδίο μάχης. Μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο περιβάλλον οι Βρετανοί έριξαν στον αγώνα ως βασικούς τον απίστευτο αριθμό των επτά «κανονιέρηδων», με τον ίδιο τον Μουσολίνι εβρισκόμενο στην Ελβετία να ενημερώνεται ταυτόχρονα λεπτό προς λεπτό για τα τεκταινόμενα της αναμέτρησης.
Το σφύριγμα του διαιτητή ήχησε και κανείς δεν μπορούσε πλέον να φανταστεί αυτά που θα επακολουθούσαν. Οι Ιταλοί δέχονταν το ένα πλήγμα μετά το άλλο, καθώς μέσα σε δώδεκα λεπτά αγώνα είχαν δεχτεί ήδη τρία γκολ από τους Μπρουκ και Ντρέικ, στερούμενοι ακόμη και τις υπηρεσίες του Λουίς Μόντε που έσπασε το πόδι του μετά από φάουλ του Ντρέικ.
Η κατάσταση στο Χάιμπουρι μύριζε μπαρούτι με τους Ιταλούς να παραμένουν με δέκα παίκτες, λόγω του ότι εκείνη την εποχή δεν επιτρέπονταν οι αναγκαστικές αλλαγές και να επιδίδονται έτσι σε ένα σκληρό παιχνίδι μαρκαρίσματος σε ένδειξη αντίποινων αυτού που υπέστη ο Μόντι. Ο ίδιος ο τότε διεθνής της Άρσεναλ, Έντι Χάπγκουντ, παραδέχτηκε μάλιστα σε αυτοβιογραφία του πως «Οι Ιταλοί ήταν έξω φρενών και κλωτσούσαν τους πάντες και τα πάντα».
Η συνέχεια της επεισοδιακής αναμέτρησης βρίσκει τον Χάπγκουντ να αποχωρεί προσωρινά από τον αγωνιστικό χώρο με σπασμένη μύτη και να επανέρχεται αργότερα με επιδέσμους. Εκεί ήταν που το παιχνίδι πυροδοτήθηκε από την αρχή. Η απάντηση των Ιταλών γράφεται με δυο φοβερά γκολ του Τζουζέπε Μεάτσα που ανακάτεψαν εκ νέου την τράπουλα του αγώνα.
Το Χάιμπουρι είχε μετατραπεί για τα καλά σε ένα πραγματικό νοσοκομείο με τον Μπρουκ να αγωνίζεται με σπασμένο χέρι, τον Ντρέικ με σπασμένο σαγόνι και τον Μπόουντεν με ένα ισχυρό χτύπημα στον αστράγαλο. Οι τραυματισμοί ωστόσο δεν λύγισαν τους Άγγλους που αποδείχθηκαν σε εκείνο το παιχνίδι πραγματικά λιοντάρια με οδηγό τους τον Γουίλφ Κόπινγκ, γνωστό και ως «Iron Man».
«Ο Κόπλινγκ πραγματικά το διασκέδασε εκείνη την ημέρα. Για πρώτη φορά οι Ιταλοί βρήκαν τον δάσκαλό τους στο σκληρό παιχνίδι», ομολόγησε ο Χάπγκουντ. Οι Ιταλοί βέβαια ακόμη και με έναν παίκτη λιγότερο είχαν την δική τους απάντηση στο πρόσωπο του Μεάτσα. Η τύχη ωστόσο δεν τους έκανε την χάρη θα κερδίσουν την πολυπόθητη νίκη. Στα τελευταία λεπτά ενώ ο Μεάτσα βρισκόταν αφύλαχτος απέναντι από το τέρμα οι συμπαίκτες του επέλεξαν να μην του πασάρουν την μπάλα και κάπως έτσι αποφεύχθηκε το 3-3, χαρίζοντας μια σπουδαία νίκη στους Άγγλους.
Ο επίλογος του θρυλικού αυτού αγώνα βρήκε τον Βρετανικό Τύπο να απαιτεί από την Αγγλία να αποχωρήσει από τις διεθνείς διοργανώσεις ενώ οι Ιταλοί εξακολουθούσαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ηθικά νικητές. Το μόνο δεδομένο αποτελεί το γεγονός πως ακόμα και σε ένα τέτοιο φιλικό επίπεδο τα «Λιοντάρια του Χάιμπουρι» κατάφεραν να προκαλέσουν ένα πρώτο πλήγμα όχι μόνο στην Εθνική Ιταλίας, αλλά κυρίως στον φασισμό του Μουσολίνι.
Κωνσταντίνα Θεοδώρου