Ρίισε: «Ο Μπέλαμι θα μπορούσε να τελειώσει την καριέρα μου»!
Μια απίστευτη ιστορία, που λίγο έλειψε να τερματίσει πρόωρα την ποδοσφαιρική του καριέρα εξιστόρησε ο Γιον Άρνε Ρίισε! Στην αυτοβιογραφία του ο παλαίμαχος μπακ της Λίβερπουλ αναφέρθηκε στο σκηνικό με τα χτυπήματα που δέχτηκε από το μπαστούνι του Κρεγκ Μπέλαμι!

Τον Φεβρουάριο του 2007, η Λίβερπουλ πανηγύρισε σπουδαία πρόκριση επί της Μπαρτσελόνα στο «Καμπ Νου» και έτσι οι παίκτες το γιόρτασαν! Νωρίτερα όμως είχε προηγηθεί μια παρεξήγηση μεταξύ των δύο, την οποία ο Μπέλαμι δεν ξέχασε.
Σχεδόν μεθυσμένος λοιπόν, ο Ουαλός άρπαξε ένα μπαστούνι και το βράδυ πριν κοιμηθεί πήγε στο δωμάτιο του Ρίισε. Ο Νορβηγός θυμάται:
«Ξύπνησα μέσα στο σκοτάδι, άκουσα κάποιον να ανοίγει την πόρτα. Φυσικά, πίστεψα ότι ήταν ο Άγκερ. Γύρισα, τα μάτια μου ήταν μισόκλειστα λόγω της νύστας μου και δεν είδα καθαρά. Όμως, κάτι με έκανε να καταλάβω ότι δεν ήταν ο Άγκερ. Τότε, είδα τον Κρεγκ Μπέλαμι μ' ένα μπαστούνι του γκολφ δίπλα στα πόδια μου.
Ο Στιβ Φίναν που μοιραζόταν το δωμάτιο με τον Μπέλαμι, ήταν επίσης εκεί, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση. Ο Μπέλαμι σήκωσε το μπαστούνι και άρχισε να χτυπάει όσο πιο δυνατά μπορούσε. Θα μπορούσαν τα χτυπήματα να τερματίσουν την καριέρα μου, αλλά πρόλαβα να μαζέψω τα πόδια μου.
Πετάχτηκα από το κρεβάτι για να προστατεύσω τον εαυτό μου και να αποφύγω τα χτυπήματα. Τότε, ο Μπέλαμι γύρισε και μου είπε 'Κανένας δεν μου δείχνει ασέβεια μπροστά στους άλλους. Δε με νοιάζει αν θα πάω φυλακή. Έχω αρκετά χρήματα για να πάνε τα παιδιά μου σχολείο και τα πάντα. Δε με νοιάζει. Θα σε γ... ω'. Σήκωσε το μπαστούνι και άρχισε να χτυπάει ξανά. Από την αδρεναλίνη δεν αισθάνθηκα πόνο εκείνη την στιγμή, αλλά με χτύπησε πολύ δυνατά.
Θα μπορούσε να με έχει τραυματίσει σοβαρά. Την ίδια στιγμή, ήξερα ότι μπορούσα να τον ακινητοποιήσω και να τον χτυπήσω, διότι ήμουν πιο μεγαλόσωμος. Ήξερα ότι αν έκανα επίθεση στον Μπέλαμι, η καριέρα μου στη Λίβερπουλ θα τελείωνε. Προσπάθησα να τον ηρεμήσω. 'Άσε κάτω το μπαστούνι και έλα να παίξουμε ξύλο με τις γροθιές μας. Έλα. Μια κανονική μάχη'. Στάθηκε και με κοίταξε. Μετά μου είπε 'αύριο στις 9 το πρωί θα συναντηθούμε και θα το τελειώσουμε'. Έφυγε ύστερα απ' αυτό».