Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πάντα πριν ξημερώσει!
Η μνήμη είναι περίεργο πράγμα. Κάνει συνειρμούς, επαναφέρει τα γεγονότα σμιλεμένα. Περασμένα με το βερνίκι της ωραιοποίησης, γιατί πάντα τα ωραία είναι πιο δυνατά. Και εκείνες οι μέρες στην Πορτογαλία που άρχισαν σαν σήμερα πειν 15 χρόνια θα είναι πάντα τετοιες.... συνδεδεμένες με τις στιγμές που ονειρευόμασταν με τα μάτια ανοιχτά. Γραφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος.
Σε ένα τέτοιο πρωινό αμέσως μετά από να στραπάτσο όπως ήταν αυτό με την Αρμενία αυτόματα η πρώτη σκέψη που γίνεται είναι πως αυτό που συνέβη στο Euro 2004 έχεις την αίσθηση πως ήταν απλά όνειρο. Πως δεν έγινε ποτέ!
Και όμως αυτό που η μνήμη κάνει τα δικά της παιχνίδια βρίσκει εξηγήσει στο ότι πόσοι θυμούνται, πως πέντε χρόνια πριν τις τρελές μέρες του Euro μας νικούσε 2-1 και μας απέκλειε η Λετονία μέσα στο ολυμπιακό στάδιο από την διοργάνωση του 2000;Πόσοι ανακαλούν στην σκέψη τους το πόσο προβληματική ήταν η ομάδα όταν ανέλαβε ο Ρεχάγκελ το καλοκαίρι του 2001, πόσοι πραγματικά θυμούνται ή ξέρουν από τους νεότερους το ακριβώς συνέβη σε εκεινο το εφιαλτικό 5-1 στο Ελσίνκι τον Σεπτέμβριο του 2001;
Και φυσικά, όσοι τα έζησαν τα ξέρουν καλά, το πόσο κοντά έφτασε στην απόλυση ο Ρεχάγκελ μετά την ήττα από την Ουκρανία που έμοιαζε να μας καταδικάζει σε αποκλεισμό τον Οκτώβριο του 2002, δηλαδή μόλις 18 μήνες πριν το απόλυτο θαύμα; Εκεί φάνηκε το πόσο πυγμή είχε ως πρόεδρος ότι και αν θέλει κάποιος να καταλογίσει, ο Βασίλης Γκαγκάτσης που ήταν φυσιογνωμία και πήρε την ευθύνη στηρίζοντας τον Γερμανό κάτι που επανέλαβε την επόμενη μέρα της συντριβής από την Τουρκία με 4-1 τον Μάρτιο του 2007.
Αυτό που χρειάζεται στις κρίσεις είναι αποφάσεις και όχι μεμψιμοιρία. Όποιος διοικεί παίρνει αποφάσεις και προηγείται των γεγονότων ώστε να μη σύρεται πίσω από αυτά! Αυτό οφείλει να γίνει αυτή τη στιγμή. Κατά σύμπτωση όπως τότε με τον Ρεχάγκελ μπροστά μας υπάρχει τον Σεπτέμβριο επίσκεψη στην Φινλανδία. Να καθόμαστε και να ψάχνουμε να βρούμε τώρα ποιος έφταιξε και πόσο έφταιξε είναι εύκολο το δύσκολο είναι να δούμε πως πηγαίνουμε μπροστά την απόφαση πρέπει να πάρουμε και επίσης ότι κεφάλια πρέπει να κοπούν να γίνει άμεσα γιατί όπως λένε και οι γιατροί την επάρατο νόσο προσπαθείς να την παλέψεις όχι με ασπιρίνη αλλά άμεσα με νυστέρι και με δραστικά μέτρα. Και εννοείται όχι με κομποσκοίνια!
Όλοι τώρα αποθεώνουν την ομάδα του 2004, λέγοντας πως σαν κι αυτά τα παιδιά που έγιναν πρωταθλητές Ευρώπης δεν θα περάσει ξανά κανείς! Ωστόσο πολλοί ήταν αυτοί που τότε έβγαιναν στα ραδιόφωνα το 1999 και το 2000 και το 2001 Και έλεγαν πως η εθνική ομάδα με τον Ζαγοράκη με τον Χαριστέα, με τον Καραγκούνη με τον Μπασινά και με τον Φύσσα δεν πάει πουθενά!
Η νύχτα της 12ης Ιουνίου δεν ήταν η αρχή. Αυτή είχε γίνει πολύ νωρίτερα ένα βράδυ που δεν υπολόγιζε κανείς με μια απλή διαδικαστική νίκη με την Αρμενία με 2-0. Τότε που οι εφημερίδες είχαν ως κοινό μυστικό πως αν χάναμε πάλι ο Γιάννης Κυράστας θα αναλάμβανε άμεσα ωστόσο ο Γκαγκάτσης βγαίνοντας στην εκπομπή μου μια μέρα πριν στον ΣΠΟΡ FM έλεγε κάθετα πως δεν πρόκειται να φύγει ο προπονητής και μαζί του θα έφευγε και ο ίδιος αν χρειαζόταν, αλλά η ομάδα θα έβρισκε τον δρόμο της! Η 4η Ιουλίου του 2004 ήταν το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που άρχισε να συμπληρώνεται μετά από εκεινο το ματς.... . Με νίκες όπως στο Μπέλφαστ που δεν την υπολόγιζε ως σημαντική ο κόσμος Αλλά εκεί κόντρα στους Βορειοϊρλανδούς πέταξαν βαθμούς τόσο οι Ισπανοί όσο και οι Ουκρανοί. Μετά ήρθαν εκείνες οι κολλητές επιτυχίες. Με το σήμα κατατεθέν για σκορ, 1-0. Ειδικά η επικράτηση επί των Ισπανών μέσα στην Σαραγόσα σηματοδότησε την νέα εποχή.
Μετά Αθήνα, Ερεβάν και πάλι Αθήνα, στην Λεωφόρο με τη Βόρειο Ιρλανδία. Αυτή που τότε δεν μπορούσε ούτε να σκοράρει σε παιχνίδι και η οποία 12 χρόνια μετά μας νίκησε μέσα έξω και πήγε για πρώτη φορά έπειτα από το 1986 σε μία διοργάνωση. Και τώρα έχει ξεκινήσει με το τέσσερα στα τέσσερα στον δικό της όμιλο υπενθυμίζοντας σε όλους μας πως όλα τα πράγματα στο ποδόσφαιρο κάνουν κύκλους και είναι δανεικά!
Εκείνη η νίκη με το πέναλτι του Τσιάρτα μας έκανε να νιώθουμε τυχεροί που μία μεγάλη φουρνιά παικτών δεν θα έφευγε από τα γήπεδα, χωρίς να έχει αξιωθεί να πάει σε μεγάλη διοργάνωση.
Πλησιάζοντας στα τελικά, με το που είχαμε σηκώσει λίγο την μυτούλα, πάμε στην Ολλανδία και τρώμε την σφαλιάρα μας. Τέσσερα γκολ σε ένα ημίχρονο. Μας έκανε καλό. Έπεσαν οι τόνοι, φυσικά κάποιοι μιζέριασαν. Φυσιολογικά πράγματα για την χώρα που ζούμε. Η ομάδα έφυγε για την Πορτογαλία, περνώντας για προετοιμασία από την Ελβετία. Όποιοι ζούσαν κοντά στην αποστολή έλεγαν πως ήμασταν έτοιμοι για κάτι καλό.
Τελευταίο άρθρο πριν την πρεμιέρα, στις 12-6-2004 στο SPORTIME φροντίζω να οριοθετήσω τι εννοούσα προσωπικά ως επιτυχία. «Σε έξι ματς στο παρελθόν σε μεγάλες διοργανώσεις έχουμε 1-14 γκολ και μία ισοπαλία. Άρα δύο γκολ και μία νίκη είναι ο πήχης». Πρεμιέρα στο Πόρτο, που είχαν στηθεί χοροί. Ένα πρωινό με λίγο αεράκι και εκείνη την αύρα που φέρνει ο Ατλαντικός Ωκεανός. Στην προβλήτα της Ριμπέιρα δίπλα στην περίφημη γέφυρα που έχτισε πριν ένα αιώνα ο ίδιος ο Άιφελ, οι Πορτογάλοι ετοιμάζονταν να γιορτάσουν.
Ήταν η μέρα που περίμεναν από τον Δεκέμβρη του 1999, λίγο πριν εκπνεύσει η χιλιετία που τους είδε να είναι θαλασσοκράτορες και εξερευνητές. Μία χώρα που κάποτε αφέντευε τον κόσμο. Η αίσθηση ήταν πως μία τέτοια μέρα τους ανήκε και θα ήταν δική τους. Ομολογώ πως αν έπαιζαν με οποιαδήποτε άλλη ομάδα θα είχα παρασυρθεί και εγώ σε αυτό το ντελίριο. Ήταν το πάρτι τους.
Όταν η ομάδα βγήκε στο χορτάρι με τον Ζαγοράκη πρώτο, η μνήμη μου γύρισε σχεδόν δώδεκα χρόνια πίσω. Το 1993 στο Λουξεμβούργο όταν η εθνική Ανδρών του Παναγούλια κέρδιζε 3-1 σε ένα αδιάφορο ματς αφού ήδη είχαμε προκριθεί στο Μουντιάλ. Η πτήση της επιστροφής είχε τέσσερις ώρες καθυστέρηση. Σε μία γωνία στο αεροδρόμιο μιλούσα με τον Θοδωρή που τότε ήταν στις ελπίδες. «Πρέπει να είναι ωραίο να περιμένεις πότε θα πας Μουντιάλ» μου έλεγε κοιτώντας μία παρέα των Ανδρών που χαβαλέδιαζε. «Και εσύ θα πας» του λέω. «Πότε; Σε αυτό αποκλείεται, έχουν άλλοι σειρά» ήταν τα λόγια του. «Θα έρθει και εσένα η ώρα σου» του είχα απαντήσει. «Μη βιάζεσαι». Την παραμονή του ματς στο Πόρτο, του θύμισα την κουβέντα μας εκείνη. «Νόμιζα πως το 98 με το Μουντιάλ και την ισοπαλία με τους Δανούς, πως είχε πετάξει το πουλάκι για πάντα» ήταν η ατάκα του.
Την στιγμή του εθνικού ύμνου έπιασα τον εαυτό μου να συγκινείται! «Τα έχουμε δει όλα» μου είπε κάποιος συνάδελφος που καθόταν πιο πλάι. Έτσι νόμιζα και εγώ. Που να ξέραμε τι θα ζούσαμε τις επόμενες 25 μέρες!
Το ματς ξεκίνησε. Ο Καραγκούνης δικαίωσε το...όνειρο του Χελάκη (ο οποίος επέμενε από την παραμονή πως θα σκοράρει η τυπάρα) και μετά πήραμε και το πέναλτι με τον Γιούρκα. Ο Μπασινάς έστειλε τον Ρικάρντο από την άλλη. Είδα τους Πορτογάλους να κλαίνε. Αισθάνθηκα άσχημα με την παιδική φατσούλα που ξέσπαγε σε λυγμούς μόλις δέκα μέτρα πιο δίπλα μας στην εξέδρα. Τους είχαμε χαλάσει το πάρτι.
Επιστρέφοντας με τον Αλέξη Σπυρόπουλο στο ξενοδοχείο το Πόρτο ήταν μία έρημη πόλη! Άδειοι δρόμοι χωρίς χορούς και τραγούδια. Πλην της Ριμπέιρα στο κέντρο. Εκεί οι Έλληνες είχαν στήσει χορό. Εκείνο το βράδυ αν οι παίκτες έμπαιναν σε ένα αεροπλάνο και γύριζαν στην χώρα θα ήταν ήρωες έτσι κι αλλιώς. Για πάντα. Φυσικά έμειναν εκεί. Και την συνέχεια θα την μαθαίνουν οι επόμενες γενιές σαν παραμύθι.
Με την Ισπανία, στην έδρα της Μποαβίστα βρήκαμε το γκολ από την εκπληκτική πάσα, σχεδόν 30 μέτρων του Τσιάρτα και το σουτ του Χαριστέα. Με την Ρωσία στο Αλγκάρβε παραλίγο να πάθουμε το κάζο του αιώνα, αλλά μας γλύτωσε ο Βρύζας. Στα νοκ άουτ η Γαλλία μας περίμενε αλλά ο Χαριστέας βρέθηκε στην άκρη της σέντρας που έβγαλε, μετά από την απίθανη ντρίμπλα στον Λιζαραζού, ο Ζαγοράκης. Μόλις σφύριξε ο Φρισκ την λήξη, βούρκωσα. Ηταν μία περίεργη αίσθηση, έμοιαζε παράλογο. Πίσω στο Πόρτο για τον ημιτελικό, με την καλύτερη ομάδα του τουρνουά, την Τσεχία. Την ώρα που ο Δέλλας έβρισκε την μπάλα με το κεφάλι, βγάζοντας εκατομμύρια ανθρώπων στους δρόμους, ήμασταν πια σε άλλη διάσταση. Η Ελλάδα στον τελικό! Μείναμε ξύπνιοι, σχεδόν όλο το βράδυ και προσπαθούσαμε να το πιστέψουμε.
Την μέρα του τελικού η αισιοδοξία ξεχείλιζε από τα λόγια όλων μας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω λογικά, 15 χρόνια αργότερα αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε άνθρωπος που έλεγε πως φοβάται το ματς. Οι Πορτογάλοι μας περίμεναν για την ρεβάνς. Μία φορά τους κάναμε την πλάκα, τώρα ήταν η σειρά τους. Έτσι νόμιζαν. Και το έλεγαν. Το ματς δεν θα μπει ποτέ στο πάνθεον των ωραιότερων τελικών, αλλά μεταξύ μας ποιος ενδιαφέρεται; Για εμάς θα παραμένει αξέχαστος γιατί και στο ποδόσφαιρο ισχύει ότι και για την ομορφιά: είναι απόλυτα υποκειμενικό ζήτημα.
Το γκολ του Χαριστέα μας απογείωσε. Την ώρα της απονομής τρίβαμε τα μάτια μας και τσιμπιόμασταν μήπως και δεν γινόταν πραγματικά αυτό που βλέπαμε. Στην μικτή ζώνη, λίγο αργότερα, ο Θοδωρής Ζαγοράκης μου έδινε να κρατήσω το Κύπελλο. Εκείνα τα δευτερόλεπτα μου μένουν τόσο έντονα χαραγμένα στη μνήμη που θεωρώ πως δεν θα τα λησμονήσω ποτέ. Είναι στιγμές που η λογική ξεπερνά τα όνειρα.
Σε αυτή την ζωή παίζουμε απευθείας το έργο, είχε πει κάποτε ο Ευγένιος Ο’Νιλ. Δεν υπάρχει χρόνος για πρόβες. Το έργο που ανέβηκε σαν σήμερα το καλοκαίρι του 2004 στην Πορτογαλία κράτησε για σχεδόν ένα μήνα. Με κάθε ευκαιρία οφείλουμε να λέμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που έκαναν πραγματικότητα και τα πιο τρελά όνειρα! Και μας δίνετε ακόμα μία να τους το πούμε από κοντά στις 4 Ιουλίου στη Ριζούπολη στην κόντρα που αναβιώνει με τους Πορτογάλους. Και σε τέτοιες δύσκολες στιγμές να θυμόμαστε πάντα ως το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν ξημερώσει!