21 Ιουνίου 1970. Κυριακή και τότε όπως σήμερα. Το ρολόϊ έδειχνε 19:40. Καθισμένος σε μια πολυθρόνα με το δεξί μου πόδι πάνω σε ένα σκαμπώ και το γόνατο μπανταρισμένο με πανιά και λυωμένα κρεμμύδια από μέσα για να φύγει το πρήξιμο (γιατροσόφια της αείμνηστης μάνας μου), γιατί, πιτσιρικάς 10 χρονών τότε, είχα χτυπήσει άσχημα προσπαθώντας το ίδο πρωί να μιμηθώ τους ήρωές μου που θα τους απολάμβανα σε λίγη ώρα να ζωγραφίζουν στο καταπράσινο χαλί του Σταδίου των Αζτέκων στην Πόλη του Μεξικού, (που στην ασπρομαυρη τηλεόραση URANYA 24’’ φαινόταν γκρι ανοικτό), στην προσπάθειά τους να σηκώσουν το κύπελλο Gilles Rimet ή αλλιώς Παγκόσμιο Κύπελλο Mexico ’70 και να το βάλουν για πάντα στην τροπαιοθήκη τους, διότι, όποιος και να το κατακτούσε, θα ήταν η τρίτη φορά και το τρόπαιο θα έμενε για πάντα στην κατοχή τους. Παρέα μου ήταν δύο από τους καλύτερους φίλους μου, ο αείμνηστος Τάκης και ο Κώστας και λίγα παγωμένα μπουκάλια Coca-Cola, το νεόφερτο τότε αναψυκτικό που υπήρχε μόνο στα χαρακτηριστικά μπουκάλια των 250 ml για να συνοδέψουν τη σπιτική τυρόπιτα που είχε ετοιμάσει η μάνα μου.
Αφού είχαμε δει παραστάσεις των προηγουμένων ημερών όπως το Βραζιλία-Αγγλία 1-0 με την απίθανη απόκρουση του Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ, το Γερμανία-Αγγλία 3-2 στην παράταση από 0-2, το Ιταλία-Μεξικό 4-1 με την επίδειξη ισχύος του Ρίβα και της παρέας του έναντι των φιλόδοξων οικοδεσποτών, το Βραζιλία-Περού 4-2 με τη ραψωδία του Τοστάο, το Βραζιλία-Ουρουγουάη 3-1 με τις απίθανες εμπνεύσεις του Πελέ και το αλησμόνητο Ιταλία-Γερμανία 4-3 με τους Γερμανούς να ισοφαρίζουν 1-1 στις καθυστερήσεις και τον Φραντς Μπεκεμπάουερ να παίζει τη μισή παράταση με εξάρθρωση ωμοπλάτης, αλλά ο Τζιάνι Ριβέρα να βάζει ταφόπλακα στα όνειρά τους για τελικό, είχε έλθει η ώρα του μεγάλου τελικού.
Βραζιλία εναντίον Ιταλίας. Η ομάδα που είχε τον καλύτερο όλων, τον Πελέ, ο οποίος θα έδινε την τελευταία του δημόσια παράσταση με τα χρώματα της Σελεσάο, αλλά και παικταράδες όπως ο Κλοντοάλντο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Γκέρσον, ο Τοστάο και ο Ριβελίνο, όλοι δεκάρια στις ομάδες τους, που ο Μάριο Ζαγκάλο τους ταίριαξε στο 4-2-4 που έπαιζε η Βραζιλία τότε, εναντίον της ομάδας με την καλύτερη άμυνα που εμφανίστηκε ποτέ, χωρίς όμως να της λείπει και το ταλέντο, έχοντας παίκτες όπως ο Φακέττι, ο Ματσόλα, ο Ριβέρα, ο Ρίβα, ο Ντομενγκίνι και ο Μπονινσένια. Άρχοντας του αγώνα, ο Ανατολικογερμανός Ρούντι Γκλέκνερ και οι δυο ομάδες,έτοιμες να κονταροκτυπηθούν μέσα στο καμίνι των 37βαθμών του μεσημεριού της μεγαλύτερης μέρας του χρόνου με 110.000 να βρίσκονται στις κερκίδες.
Η ώρα ήταν 20:00 (12:00 Μεξικού) και το παιχνίδι αρχίζει. Το πρώτο τέταρτο η Ιταλία πατούσε καλύτερα και έκανε και 1-2 ευκαιρίες με το Ρίβα, ενώ η Βραζιλία ήταν πολύ νευρική, παρότι είχε την κατοχή της μπάλας.
Και ήλθε το 19ο λεπτό. Ο Τοστάο εκτελεί ένα πλάγιο άουτ από τα αριστερά της περιοχής των Ιταλών, ο Ριβελίνο προλαβαίνει τον Ροζάτο και πριν σκάσει η μπάλα, κάνει με το αριστερό μια γλυκιά ψηλοκρεμαστή σέντρα και ο Πελέ, ευρισκόμενος λίγο έξω από τη μικρή περιοχή στο δεύτερο δοκάρι, σηκώνεται στο Θεό νικώντας στη μονομαχία το Μπούρνιτς και με άπιαστη κεφαλιά στην αριστερή γωνία του Αλμπερτόζι, γράφει το 1-0. Εγώ και οι φίλοι μου που υποστηρίζαμε τη Βραζιλία κοντέψαμε να τρελλαθούμε.
Αφού κύλησε κάτι λιγότερο από εικοσάλεπτο, χωρίς κάτι το πολύ σημαντικό και από τους δυο, στο 37ο λεπτό, η ασυνεννοησία των Πιάτσα και Κλοντοάλντο και κυρίως η επιπολαιότητα του τελευταίου, σε συνδυασμό με την οξυδέρκεια του Μπονινσένια να μυριστεί το λάθος και να κλέψει τη μπάλα λίγο κάτω από το κέντρο και να φύγει μόνος του, έφερε την ισοφάριση για τους Ιταλούς, παρά την απέλπιδα προσπάθεια των Πιάτσα και Φελίξ και το μπέρδεμα που κόντεψε να γίνει από την παρέμβαση του Ρίβα. Μεγάλη απογοήτευση.
Αναπτέρωση του ηθικού των Ιταλών, που έχασαν μια μεγάλη ευκαιρία αμέσως μετά, ψυχρολουσία και εκνευρισμός στους Βραζιλιάνους, που ισοφαρίστηκαν ενώ έλεγχαν πλήρως το παιχνίδι, από δικό τους ερασιτεχνικό λάθος. Δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του ημιχρόνου, ο Γκέρσον βρίσκει τον Πελέ στο ίδιο σημείο από το οποίο σκόραρε, ο οποίος με το στήθος (!) αποφεύγει το Μπούρνιτς, αλλά πριν εκτελέσει τον Αλμπερτόζι, ο Γκλέκνερ σφυρίζει τη λήξη.
Ακόμη θυμάμαι την καθυστέρηση για δέκα περίπου λεπτά της εισόδου της Βραζιλίας στον αγωνιστικό χώρο για το δεύτερο ημίχρονο και δεν έμαθα ποτέ γιατί έγινε. Με την έναρξη η Βραζιλία πήρε αμέσως τα ηνία, αλλά δεν μπορούσε να διασπάσει την Ιταλική άμυνα και το παιχνίδι έγινε πιο σκληρό. Παρ’ όλα αυτά, ο Πελέ έχασε μια απίθανη ευκαιρία σχεδόν εξ επαφής σε φαρμακερή σέντρα σουτ του Κάρλος Αλμπέρτο και ο Ριβελίνο είχε ένα σουτ στο δοκάρι.
Στο 65ο λεπτό όμως, ο Ζαϊρζίνιο πέφτοντας στο έδαφος λίγο έξω από το ημικύκλιο της περιοχής των Ιταλών καταφέρνει να δώσει στον Γκέρσον, ο οποίος αποφεύγοντας με ελιγμό και κίνηση προς τα αριστερά το μαρκάρισμα δυο Ιταλών, εξαπολύει λίγο έξω από την περιοχή ένα περίτεχνο σουτ και στέλνει τη μπάλα στο βάθος του αριστερού πλευρικού διχτύου της εστίας του ανήμπορου να αντιδράσει Αλμπερτόζι γράφοντας το 2-1.Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των Ιταλών και τα σκληρά φάουλ πάνω στον Πελέ, στο 70ο λεπτό, ο Γκέρσον με εκπληκτική μπαλιά-σέντρα 50 μέτρων, βρίσκει τον Πελέ, περίπου στο σημείο από το οποίο σκόραρε, ο οποίος με κεφαλιά πάσα δίνει έτοιμο γκολ στο Ζαϊρζίνιο, ο οποίος μπαίνει με τη μπάλα στα δίχτυα. Ήταν το 7ο του γκολ στη διοργάνωση, έχοντας σκοράρει σε όλα τα παιχνίδια και έγινε ο δεύτερος (μετά το Γάλλο Ζυστ Φοντέν το 1958) που σκοράρει σε όλα τα παιχνίδια και ο μοναδικός παίκτης νικήτριας ομάδος του Παγκοσμίου Κυπέλλου μέχρι τώρα, που σκοράρει σε όλα τα παιχνίδια. Αυτό βέβαια δεν έφθασε για να χριστεί πρώτος σκόρερ, διότι η θέση αυτή ανήκε στο μεγάλο Γερμανό Γκερντ Μύλλερ, που είχε σκοράρει 10 γκολ σε 5 αγώνες.
Φυσικά για την υπόθεση κύπελλο, τα πάντα είχαν τελειώσει. Η Βραζιλία ήταν απόλυτος κυρίαρχος του αγώνα. Εμείς όμως θέλαμε και κάτι ακόμη. Και το κερασάκι στην τούρτα ήλθε με ένα 4ο γκολ, το οποίο, παρότι δεν σκόραρε ο ίδιος, έχει τη σφραγίδα και είναι από τα σήματα κατατεθέντα του μεγάλου Πελέ. Τέσσερα λεπτά πριν ο τελικός περάσει στην ιστορία, ο Κλοντοάλντο με βαθειά μπαλιά βρίσκει το Ζαϊρζίνιο κοντά στην αριστερή πλάγια γραμμή, ο οποίος συγκλίνει παράλληλα λίγο έξω από τη μεγάλη περιοχή και τη δίνει στον Πελέ ο οποίος ήταν λίγο πιο δεξιά και έξω από το ημικύκλιο της περιοχής. Αυτός παίζοντας τη μπάλα μεταξύ των ποδιών του, την πετάει ξαφνικά μπροστά και δεξιά του μέσα στην περιοχή στο πουθενά. Και πριν αναρωτηθούμε τι έκανε, βλέπουμε τον Κάρλος Αλμπέρτο να έρχεται με μεγάλη ταχύτητα και με ένα δεξιό κεραυνό να στέλνει τη μπάλα στο βάθος της δεξιάς γωνίας του Αλμπερτόζι. Το 4-1 ήταν γεγονός. Εμείς πλέον πετούσαμε στα ουράνια. Το ίδιο βέβαια και εκατομμύρια Βραζιλιάνων αλλά και όλοι όσοι αγαπούν το ωραίο ποδόσφαιρο.
Ήταν σε μας 22:15, όταν βλέπαμε για τελευταία φορά αυτό το όμορφο χρυσό κύπελλο να υψώνεται ψηλά από τα χέρια του Κάρλος Αλμπέρτο, του αρχηγού αυτής της μεγάλης Βραζιλίας, το οποίο θα έμενε για πάντα στη χώρα του. Δυστυχώς τόφερε η μοίρα και αρκετά χρόνια αργότερα, κλάπηκε από τα γραφεία της Ομοσπονδίας και δεν βρέθηκε ποτέ. Κανείς όμως από όσους έζησαν εκείνη την εποχή, δεν θα ξεχάσει την ομάδα εκείνη.
Έχω παρακολουθήσει όλα τα Παγκόσμια Κύπελλα από τότε και μετά, αλλά και τα περισσότερα παιχνίδια του 1966 μέσω βίντεο ή διαδικτύου. Δεκατέσσερα συνολικά από τα 22 που έχουν διεξαχθεί. Ομάδα σαν τη Βραζιλία του 1970, δεν έχω ξαναδεί. Πολλές διακρίθηκαν και πέτυχαν ή έφτασαν στην πηγή χωρίς να πιούν νερό, όπως η ολοκληρωτική Ολλανδία του 74, η αφελής Βραζιλία του 82 η Αργεντινή του αρτίστα Μαραντόνα του 86, η Γερμανία των πάντζερ του 90, η πληθωρική Βραζιλία του 2002 και η Ισπανία του τίκι-τάκα του 2010. Καμιά όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή που είδαμε από 31/5 έως 21/6/70 στο Μεξικό. Δεν ξέρω αν η φημισμένη Αράντσιπατ, η τρομερή Ουγγαρία του 1954 ήταν καλύτερη, διότι το υλικό από τότε είναι περιστασιακό, προσωπικά όμως δεν το πιστεύω.
Τελειώνοντας, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα που απασχολεί όλους τους ποδοσφαιρόφιλους. Ποιός είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής που εμφανίστηκε μέχρι τώρα στα γήπεδα. Πριν καταθέσω τη δική μου άποψη, θα θέσω ορισμένες προϋποθέσεις.
Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, συνήθειες και συστήματα και επιπλέον, όπως και στην τεχνολογία, ο κάθε επόμενος μπορεί να δει τα θετικά και τα αρνητικά των προηγουμένων και να μπορεί να βελτιώσει τη βέλτιστη εικόνα που έχει δει. Αυτά βέβαια από τη δεκαετία του 60 και μετά, όταν μπήκε για τα καλά στη ζωή μας η μαγνητοσκόπηση μέσω τηλεόρασης. Έτσι ο Κρόϊφ, μπορούσε να δει πως έπαιζε ο Πελέ, ο Μπεστ κλπ. Ο Μαραντόνα, όλους τους προηγούμενους. Ο Ρονάλντο (το φαινόμενο) και ο Ζιντάν επίσης. Οι Κριστιάνο Ρονάλντο και Μέσσι που είναι και οι πλέον σύγχρονοι αστέρες, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό λόγω εξελίξεως της τεχνολογίας. Επομένως, όσο λεπτομερή προσέγγιση και να κάνουμε, θα είναι πάντοτε μαχητή και γι’ αυτό πρέπει να τεθούν κάποια μετρήσιμα και μη κριτήρια, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι αριθμοί λένε πάντοτε την αλήθεια.
Βεβαίως με τη μη ύπαρξη αρκετού υλικού προ του 1960, αδικούνται πολλοί, όπως οι Γκαρίντσα, Μάθιους, Πούσκας, Ντι Στέφανο ή ακόμη παλαιότεροι, όπως οι Μεάτσα, Πιόλα, Σκιαφίνο, Μπίστσαν και αρκετοί άλλοι, για τους οποίους έχουμε ακούσει πολλά, έχουμε διαβάσει για τις επιτυχίες τους, ομαδικές και προσωπικές, αλλά έχουμε δει ελάχιστα αποσπάσματα. Γι’ αυτό και ξεκινάμε από τη δεκαετία του 60. Έτσι λοιπόν οι επιλογές μας περιορίζονται στους Πελέ, Μπεκεμπάουερ, Κρόϊφ,΄Ζίκο, Πλατινί, Μαραντόνα, Ζιντάν, Ρονάλντο, Κρ. Ρονάλντο και Μέσσι.
Αυτή λοιπόν είναι η δική μου πρώτη δεκάδα των τελευταίων 60 χρόνων. Πολύ κοντά σ’ αυτήν, είναι και οι Εουσέμπιο, Μπεστ, Σόκρατες, Ματέους, Φαν Μπάστεν, Ρ. Μπάτζιο, Ριβάλντο, Ροναλντίνιο, Ιμπραϊμοβιτς, Τσάβι και Ινιέστα.
Επειδή το ποδόσφαιρο κρίνεται εκ του αποτελέσματος, όλοι αυτοί που απαρτίζουν την πρώτη δεκάδα, κατέκτησαν πολλούς τίτλους, τόσο με τις ομάδες τους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, όσο και με τις εθνικές τους ομάδες ή έστω έφτασαν πολύ κοντά στο να κατακτήσουν. Ο Πελέ για παράδειγμα έχει 3 Παγκόσμια Κύπελλα και ένα Κόπα Αμέρικα, ο Κρ. Ρονάλντο έχει 1 Ευρωπαϊκό με την Εθνική και 5 CL με τις ομάδες του, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ποιός υπερτερεί.
Σε ατομικό επίπεδο, οι διακρίσεις τους (διαφορετικές σε πολλές περιπτώσεις, διότι είτε κάποιες δεν υπήρχαν στο παρελθόν, είτε κάποιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να τις διεκδικήσουν - π.χ. μέχρι το 1995 τη Χρυσή Μπάλα την έπαιρναν μόνον Ευρωπαίοι) είναι πολλές και καθένας απ’ αυτούς είχε ξεχωριστές στιγμές, που τους χαρακτήριζαν. Ο Μέσι και ο Κρ. Ρονάλντο έχουν κερδίσει από 5 φορές τη Χρυσή Μπάλα, οι Κρόϊφ και Πλατινί από 3, ο Πελέ έχει σημειώσει πάνω από 1000 γκολ και όπως και ο Μαραντόνα ανακηρύχθηκε 2 φορές ο καλύτερος παίκτης ενός ΠΚ, ενώ ο δεύτερος έχει σημειώσει το καλύτερο γκολ σε ΠΚ. Οπότε και εδώ δεν μπορούμε να έχουμε καθαρό νικητή.
Στο κριτήριο της αυθεντικότητας όμως, που για μένα είναι και το πιο βασικό απ’ όλα, υπερτερεί ο Πελέ, διότι έκανε πράγματα τα οποία δεν τα είχε γίνει από κανένα μέχρι τότε, αλλά και να είχαν γίνει δεν θα μπορούσε να τα δει.
Στο κριτήριο της επίδρασης στην ομάδα και κατ’ επέκταση στην ομαδικότητα, τόσο ο Πελέ, όσο και οι Κρόϊφ, Μαραντόνα και Μέσσι αλλά και ο Ζιντάν, έχουν δείξει αποδεδειγμένα πόση επίδραση είχαν στις ομάδες τους, όταν, με τις απουσίες τους κυρίως, φαινόταν η έλλειψή τους ή πόσο καθοριστική ήταν η παρουσία τους σε ένα παιχνίδι. Τι έκανε η Βραζιλία χωρίς τον Πελέ που τραυματίστηκε μόλις στο δεύτερο αγώνα στο ΠΚ του 1966; Αντίστοιχα το 1970, με 1 γκολ και 2 ασίστ, καθόρισε εν πολλοίς το αποτέλεσμα. Ο Άγιαξ, μόλις έφυγε ο Κρόϊφ για τη Μπαρτσελόνα, έγινε μια απλώς καλή ομάδα. Ο Μαραντόνα, ειδικά το 1990, οδήγησε μια μέτρια Αργεντινή στον τελικό του ΠΚ και αν δεν κέρδιζε εκείνο το αμφισβητούμενο πέναλτυ η Γερμανία στο τέλος, πιθανό και να έπαιρνε το κύπελλο. Ο Μέσσι πάλι αλλάζει επίπεδο τόσο τη Μπαρτσελόνα, όσο και την Αργεντινή, παρά το γεγονός ότι αυτή δεν κατέκτησε κάποιο τίτλο στις μέρες του. Ενώ ο Ζιντάν, με δυο καθοριστικά γκολ έδωσε το ΠΚ του 1998 στη Γαλλία και με την αποβολή του στον τελικό του 2010, στον οποίο σημείωσε το γκολ της ομάδας του και είχε και την καλύτερη ευκαιρία, πιθανόν να στέρησε από τη Γαλλία το κύπελλο. Και εδώ λοιπόν υπάρχουν πολλοί να διαλέξεις.
Κρίνοντας λοιπόν από τα παραπάνω, η γνώμη μου είναι ότι ο σημαντικότερος (δεν θα πω ο καλύτερος, διότι ο καλύτερος πρέπει να είναι σε όλους τους τομείς πρώτος) ποδοσφαιριστής που πέρασε μέχρι τώρα ήταν ο Πελέ. Απλά γιατί ότι έκανε το έκανε πρώτος και σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζοντας το τέλειο. Ακόμη και η ευκαιρία που έχασε στις καθυστερήσεις του ημιτελικού με την Ουρουγουάη το 70, όταν έκανε την απίστευτη καιαπρόβλεπτη ενέργεια να πάει αντίθετα από τη μπάλα, αφήνοντας άναυδο όχι μόνο τον πολύ καλό τερματοφύλακα Μαζούρκεβιτς, αλλά και όλους όσους είχαν την τύχη να δουν τη φάση τότε, είναι μια μαγεία που άλλος δε τόλμησε ή δεν σκέφτηκε να κάνει. Όλοι οι άλλοι ακολούθησαν και αντέγραψαν. Όλοι οι επόμενοι άγγιξαν την κορυφή, αλλά τους έλειπε κάτι για να γίνουν Πελέ.
Ελπίζω στο μέλλον να βρεθεί Εθνική ομάδα που να μας κάνει να ξεχάσουμε εκείνη τη Βραζιλία και ποδοσφαιριστής που να μας κάνει να πούμε ότι ο Πελέ δεν είναι πλέον ο καλύτερος. Πενήντα χρόνια μετά όμως, παρότι έχουμε δει καταπληκτικές ομάδες και εξαιρετικούς ποδοσφαιριστές, τη μαζεμένη μαγεία που μας πρόσφερε η Βραζιλία του Πελέ, δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με κάτι άλλο.
Δημήτριος Καραμπέρης