Κάποτε Σουάρες και Κάρολ, τώρα Καμπάκ και Ντέιβις: δέκα χρόνια μετά ο κορονοϊός άλλαξε τα πάντα!
Πρόκειται σαφέστατα για μία δύσκολη περίοδο. Μία περίοδο προσθαφαιρέσεων, περιορισμένων επιλογών στις μεταγραφές και προσπάθεια βελτίωσης του υπάρχοντος ρόστερ από κάθε ομάδα που έχει θέσει στόχους και επιχειρεί να τους πραγματοποιήσει.
Η περίοδος των μεταγραφών του Ιανουαρίου ολοκληρώθηκε δίχως μεγάλες κινήσεις, με τις διοικήσεις να προσπαθούν να βοηθήσουν το σύνολο, δαπανώντας λίγα χρήματα, τα οποία ενδεχομένως να πιάσουν τόπο στο μέλλον.
Μοιραία λοιπόν η «φτωχή» περίοδος του Ιανουαρίου μπαίνει σε σύγκριση με άλλες ανάλογες χρονικές περιόδους και μας θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν οι ομάδες την προηγούμενη δεκαετία.
Τότε τα χρήματα πήγαιναν κι έρχονταν, με την τελευταία μέρα των μεταγραφών πριν την λήξη της προθεσμίας, να σηματοδοτεί και την ώρα για... παιχνίδι.
Οι φίλαθλοι περιμένουν μία απόκτηση που θα προκαλέσει αίσθηση και θα δώσει ώθηση για την συνέχεια, ενώ οι διοικούντες βαδίζοντας σε αυτό το πλαίσιο και με αυτό τον γνώμονα, ενστερνίζονταν την ανάγκη του κόσμου να δει κάτι μεγάλο και έβαζαν τα δυνατά τους για να το πραγματοποιήσουν.
Αυτή είναι ακόμα μία βασική διαφορά του τρόπου με τον οποίο τροφοδοτείται το ποδόσφαιρο και εναλλάσσονται οι ομάδες. Οι κινήσεις χαρακτηρίζονται στοχευμένες, ενώ τα περιθώρια για σκόρπισμα αλόγιστων χρημάτων, δεν βρίσκονται στις προθέσεις κανενός.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί αποτελεί η Λίβερπουλ, η οποία μία δεκαετία νωρίτερα, έχοντας ως στόχο την επιστροφή στην κορυφή και την λήξη μίας μακράς περιόδου όπου απείχε από τον ανταγωνισμό, δεν φοβήθηκε να προβεί σε ακριβές αγορές και να διαφοροποιήσει σε μεγάλο βαθμό το ρόστερ της. Έτσι, την τελευταία μέρα του πρώτου μήνα του έτους, απαλλάχθηκε από το υψηλό συμβόλαιο και την παρουσία του Φερνάντο Τόρες.
Τον παραχώρησε στην Τσέλσι, πραγματοποιώντας ρεκόρ στις μεταγραφές που λαμβάνουν χώρα εντός της Βρετανίας, καθώς οι Μπλε έδωσαν 50 εκατομμύρια για να τον κάνουν δικό τους, ώστε να προχωρήσει στην συνέχεια σε δύο προσθήκες, οι οποίες «έσπασαν» τα δικά της κοντέρ.
Η πρώτη ήταν ο γνωστός και μη εξαιρετέος Λουίς Σουάρες, ο οποίος ολοκλήρωσε τον κύκλο του στον Άγιαξ, διακρίθηκε για την ικανότητά του στο σκοράρισμα και αποβιβάστηκε στο Λίβερπουλ έναντι 22,7 εκατομμυρίων λιρών. Παρόλα αυτά ο Ουρουγουανός δεν ήταν η μοναδική επιλογή του Κένιν Νταγκλίς για την αιχμή του δόρατος στην κορυφή της επίθεσης της ομάδας.
Την ίδια μέρα οι Κόκκινοι έκαναν δικό τους και τον Άντι Κάρολ, ο οποίος αποτέλεσε το δικό τους μεταγραφικό ρεκόρ, καθώς τα 35 εκατομμύρια που δαπανήθηκαν για την μεταγραφή του, δεν μπορούσαν να μπουν σε συζήτηση με κανένα άλλο ποσό που πλησιάζει μία τέτοια κίνηση.
Ο αντίκτυπος και των δύο με την έλευση τους ήταν σημαντικόταος, αλλά η απόδοσή τους σε καμία περίπτωση δεν ταυτίστηκε.
Ο Σουάρες σκόραρε στο ντεμπούτο του κόντρα στην Στόουκ, παρέμεινε στο «λιμάνι» για τρία χρόνια έως ότου αναχωρήσει για την Βαρκελώνη, κοστολογούμενος 42,3 εκατομμύρια περισσότερα απ' ό,τι αγοράστηκε. Στα χρόνια παρουσίας του στην Αγγλία ήταν εξαιρετικός, πέτυχε 69 γκολ στην Premier League, αλλά δεν κατάφερε να αποχωρήσει έχοντας κατακτήσει το πρωτάθλημα.
Από την άλλη πλευρά, ο υψηλόσωμος Άγγλος στράικερ, πρώην επιθετικός της Νιούκαστλ τότε, ακολούθησε εντελώς διαφορετική πορεία. Δεν προσαρμόστηκε ποτέ, πήρε ευκαιρίες αλλά δεν κατάφερε να τις αξιοποιήσει και δεν μπόρεσε σε καμία περίπτωση να αποδείξει τον λόγο που η Λίβερπουλ ξόδεψε τόσα πολλά για να τον κάνει δικό της.
Με την φανέλα της αγωνίστηκε 44 φορές σε τρία χρόνια και έβαλε... τα διπλάσια τέρματα από τα χρόνια που ήταν κάτοικος στο Λίβερπουλ. Δεν εντυπωσίασε ποτέ, κατακρίθηκε αρκετά και πλέον βρίσκεται στην ομάδα από την οποία έφυγε για να κάνει το βήμα παραπάνω. Όντας τώρα στα 32, η Νιουκάστλ φαντάζει η μοναδική ευκαιρία για τον ίδιο να παραμείνει σε υψηλό επίπεδο και να επιχειρήσει ίσως, σε κάποια περίοδο... του Ιανουαρίου να βρει ένα τελευταίο καλό συμβόλαιο.
Μία δεκαετία πέρασε από τότε. Μία δεκαετία, μέσα στην οποία οι ομάδες άρχισαν να προσαρμόζονται στις ανάγκες συντήρησης των όσων έχουν και στην σταδιακή βελτίωση των ζητημάτων που θα προκύψουν, με την Λίβερπουλ να μην πηγαίνει πίσω. Φέτος μάλιστα είναι η πρώτη φορά που από το 2011 και έπειτα, προβαίνει σε διπλή μεταγραφική ενίσχυση μετά τα Χριστούγεννα.
Πρόκειται για ουσιαστικές μεταγραφές, δίχως καμία διάθεση εντυπωσιασμού, καθώς ο τραυματισμός των Φαν Ντάικ, Γκόμες και Μάτιπ στην άμυνά της, έπρεπε να επιλυθούν άμεσα.
Εκλεκτοί σε αυτή την προσπάθεια ήταν οι Μπεν Ντέιβις και Όζαν Καμπάκ, από τις Πρεστον και Σάλκε αντίστοιχα.
Δυο ικανοί κεντρικοί αμυντικοί οι οποίοι προέρχονται από γεμάτη σεζόν και θα μπορέσουν πιθανότατα να καλύψουν δίχως πρόβλημα, κάθε κενό που θα δημιουργηθεί στα στόπερ.
Η λογική συνιστά προσοχή στις...μετακινήσεις, αλλά όταν οι συνθήκες το επιτάσσουν, οι ομάδες δεν μπορούν, παρά να ξοδέψουν, προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές.
Κάπως έτσι η Λίβερπουλ μετά από χρόνια λόγω των τραυματισμών έφερε δύο ποδοσφαιριστές στο Άνφιλντ, και τώρα ο Γιούργκεν Κλοπ καλείται να ενσωματώσει άπαντες στο κλίμα της ομάδας.
Άσχετο αν τα χρήματα που δόθηκαν τώρα δεν ακουμπούν ούτε το ένα εικοστό εκείνων που δαπανήθηκαν για Κάρολ και Σουάρες στο πρώτο μεταγραφικό παζάρι που η FSG είχε την ομάδα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΑΚΟΣ