Κάνε το όπως η Νότιγχαμ και όχι όπως η Λιντς

Νότιγχαμ και Λιντς διένυσαν βίους αντίθετους με την Φόρεστ να δικαιώνεται και να ανανεώνει την παραμονή της στην Premier League και τα «παγώνια» να επιστρέφουν μετά από τρία χρόνια στην Championship.



Κάνε το όπως η Νότιγχαμ και όχι όπως η Λιντς

Όταν το καλοκαίρι του 2022 ξεκινούσε το πρωτάθλημα της Premier League δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν τη Νότιγχαμ Φόρεστ ως το πρώτο φαβορί για την άμεση επιστροφή στην Championship. Και αυτό όχι γιατί είχαν προσωπικά με την άλλοτε πρωταθλήτρια Ευρώπης, αλλά πάντα η μετάβαση από τη μία κατηγορία στην άλλη είναι δύσκολη. Ειδικά όταν λείπεις τόσα χρόνια (τελευταία παρουσία της Φόρεστ στα μεγάλα σαλόνια ήταν το μακρινό 1999) και αναγκάζεσαι να δημιουργήσεις μια εντελώς καινούργια ομάδα από την αρχή.  Είναι χαρακτηριστικό πως το καλοκαίρι αποκτήθηκαν 22 καινούργιοι παίκτες, ενώ άλλοι επτά ήρθαν τον Ιανουάριο κάτι που έκανε ακόμα πιο δύσκολη την δουλειά του Στιβ Κούπερ. «Υπήρχε μία περίοδος που ακόμα στα αποδυτήριο προσπαθούσαμε να γνωριστούμε. Δεν είναι ότι φέραμε έναν παίκτη από το εξωτερικό και προσπαθούσαμε να τον ενσωματώσουμε μέσα σε έναν κορμό που ήταν χρόνια μαζί. Εμείς έπρεπε να αλλάξουμε από την αρχή», δήλωνε ο ίδιος το Νοέμβριο.

Και αυτό γιατί η ομάδα που κέρδισε την άνοδο δεν υπήρχε πια και ο 44χρονος τεχνικός θα έπρεπε να χτίσει από την αρχή, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος, αφού οι απαιτήσεις της κατηγορίας δεν του επέτρεπαν να κάνει τις απαραίτητες δοκιμές πριν καταλήξει στα οριστικά πλάνα του. Και όλα αυτά ενώ υπήρχε από πάνω του και η απειλή της πιθανής απόλυσης, με την οποία φλέρταρε δύο φορές. Η δουλειά που έκανε ο Κούπερ προφανώς και δεν ήταν τέλεια, αλλά η αλήθεια είναι πως θα πρέπει η Νότιγχαμ να ανατρέξει στις χρυσές της εποχές για να βρει έναν προπονητή που έκανε τόσο καλή δουλειά και να ενώσει μια ομάδα και μια πόλη όπως έκανε ο Ουαλός τεχνικός. Η Φόρεστ είχε συγκομιδή μόλις τέσσερις βαθμούς από τα επτά πρώτα ματς πρωταθλήματος, ενώ είχε παθητικό 17 γκολ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το να καταφέρει να εξασφαλίσει την παραμονή στην κατηγορία ήταν εξίσου εντυπωσιακό με την επιτυχία της ανόδου.

Τα παιχνίδια αυτά ήταν ένα καλό καμπανάκι για τον ίδιο ο οποίος κατάλαβε πως η ομάδα του θα πρέπει να γίνει πιο σκληρή και πιο συμπαγής. Έτσι, αποφάσισε να αλλάξει το σύστημα και να αφήσει την τριάδα στην άμυνα και να πάει στο πιο οργανωμένο 4-2-3-1. Παρόλα αυτά ο κίνδυνος υπήρχε και το σημείο κλειδί ήταν η απόφαση της διοίκησης. Κούπερ και Μαρινάκης τα είπαν στο Λονδίνο και πολλοί έγραφαν πως ο νεαρός τεχνικός θα αποτελέσει παρελθόν από την τεχνική ηγεσία. Εκεί υπήρξε μια ειλικρινής συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών όπου αποφασίστηκε όχι απλά να συνεχιστεί η συνεργασία τους, αλλά και να γίνει ανανέωση του συμβολαίου του. Και η προσωπική απόφαση του Βαγγέλη Μαρινάκη να συνεχίσει με τον Κούπερ τον δικαίωσε απόλυτα.

«Αυτή ήταν η πιο δύσκολη προπονητική μου πρόκληση, αλλά και των παικτών οι οποίοι όχι μόνο αγωνίζονταν στο καλύτερο πρωτάθλημα στον κόσμο, αλλά το έκαναν μέσα από μια ομάδα που ξεκινούσε από το μηδέν», παραδέχτηκε ο Κούπερ κάνοντας έναν μίνι απολογισμό της σεζόν. Από την στιγμή που η διοίκηση του είχε δώσει την στήριξη που ζητούσε ο τεχνικός της Φόρεστ δεν είδε ξανά πίσω. Άλλαξε τον τρόπο παιχνιδιού επικεντρώνοντας την προσοχή του στην άμυνα και στο πως να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του αντιπάλου, κατάφερε να συσπειρώσει την ομάδα η οποία σε κάθε ματς έδινε το 100% των δυνατοτήτων της. Δεν δίστασε να αφήσει εκτός παίκτες που ήρθαν με περγαμηνές, όπως ο Λίνγκαρντ και ο Ντένις κερδίζοντας σχεδόν όλους τους παίκτες του με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον δανεικό από την Ατλέτικο Μαδρίτης, Ρενάν Λόντι, να κλαίει σαν μικρό παιδί όταν εξασφαλίστηκε η παραμονή. Και η ενότητα αυτή μετουσιώθηκε σε μια ομάδα που πέθαινε για το αποτέλεσμα  κάνοντας περήφανη όλη την πόλη.

Εκτός όμως από τον Κούπερ, credit θα πρέπει να δοθεί και στην ιδιοκτησία του συλλόγου. Ο Μαρινάκης δεν δίστασε να ξοδέψει πάνω από 180 εκατ. λίρες για να ενισχύσει την ομάδα αλλά και να κάνει και όσες μεταγραφές χρειαζόταν τον Ιανουάριο για την επιπλέον ενδυνάμωση της Φόρεστ παρά το γεγονός πω πολλοί χλεύαζαν τον τόσο μεγάλο αριθμό νέων αποκτημάτων. Και μπορεί να υπήρξαν αστοχίες όπως του Σέλβι, αλλά υπήρχαν και παίκτες που ήταν αποκάλυψη κι έκαναν την διαφορά όπως ο Ντανίλο από την Παλμέιρας.

Ο Έλληνας μεγιστάνας έκανε δεκτές όλες τις επιθυμίες της τεχνικής ηγεσίας όπως η βελτίωση των εγκαταστάσεων. Πάνω από 2 εκατ. λίρες δαπανήθηκαν για την τοποθέτηση νέων γηπέδων στο προπονητικό γήπεδο, με νέο υπερσύγχρονο προπονητικό υλικό, ενώ και τα αποδυτήρια υπέστησαν τέτοιο λίφτινγκ επιπέδου Champions League. Και το γεγονός πως υπήρχε απόλυτη συνεργασία μεταξύ διοίκησης και προπονητή ήταν αυτό που έκανε την διαφορά ώστε η Νότιγχαμ Φόρεστ να ανανεώσει το διαβατήριο της στην Premier League και για την επόμενη σεζόν.

Κάτι που αντίθετα, δεν έκανε η Λιντς με τα γνωστά αποτελέσματα. Τα «παγώνια» μετά την αποχώρηση του Μπιέλσα δεν κατάφεραν ποτέ να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες ώστε η ομάδα να κάνει όσο γίνεται πιο ομαλά την μετάβαση από την εποχή του θρυλικού Αργεντινού τεχνικού στην επόμενη ημέρα. Έτσι, από την πρώτη στιγμή υπήρξαν λάθος επιλογές τόσο στην θέση του προπονητή (βατερλώ η πρόσληψη Μαρς, όπως και του Γκράθια, με αποκορύφωμα τον Άλαρνταϊς ένας προπονητής αναχρονιστικός για τα δεδομένα της Premier League), όσο και στην μεταγραφική ενίσχυση. Η διοίκηση δεν πίστεψε ποτέ στους προπονητές και με ιδιαίτερη ευκολία προέβη σε τόσες αλλαγές κατά την διάρκεια της σεζόν και αυτό είχε τις επιπτώσεις της και στο αγωνιστικό κομμάτι. Τρεις διαφορετικοί προπονητές με ξεχωριστή φιλοσοφία ο καθένας περισσότερο μπέρδεψε παρά βοήθησε τους παίκτες σε μια περίοδο που αυτό που χρειαζόταν η Λιντς ήταν σταθερότητα, ενώ και η αποχώρηση του Βίκτορ Όρτα άφησε την ομάδα γυμνή στην θέση του αθλητικού διευθυντή.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν η διοίκηση και η απουσία ενός πλάνου. Για τους οπαδούς της Λιντς χτύπησε άσχημα πως από το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν απουσίαζε ο ιδιοκτήτης του συλλόγου Αντρέα Ραντριτζάνι με αποτέλεσμα να ακουστούν ουκ ολίγα συνθήματα εναντίον του. Το χειρότερο όμως, δεν ήταν αυτό, αλλά το γεγονός πως την ίδια ώρα που η Λιντς έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα στις τελευταίες αγωνιστικές, ο ίδιος βρισκόταν σε συζητήσεις με την Σαμπντόρια για την απόκτηση των μετοχών. Αυτό για τον κόσμο έδειχνε πως ο Ιταλός δεν βρισκόταν απόλυτα συγκεντρωμένος στον στόχο του κλαμπ για την σωτηρία της ομάδας.