Μία αφοπλιστική δήλωση του Ζαμπαλέτα: «Η Σίτι, όταν υπέγραψα, ήταν η… Εσπανιόλ του Μάντσεστερ!»
Ο Πάμπλο Ζαμπαλέτα δεν ήταν απλώς ένας ακόμα ποδοσφαιριστής που φόρεσε τη φανέλα της Σίτι. Ήταν ένας από εκείνους που έβαλαν το λιθαράκι τους στη θεμελίωση της σύγχρονης εποχής του συλλόγου. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Μάντσεστερ, το 2008, μέχρι την αποχώρησή του το 2017, ο Αργεντινός δεξιός μπακ αποτέλεσε σταθερή αξία, ηγετική μορφή και αγαπημένο πρόσωπο της εξέδρας. Και όμως, μόλις έκανε μία ιδιαίτερη δήλωση, για να εξηγήσει τι κατάφερε στους «πολίτες» σε εννέα χρόνια!

Όταν ο Πάμπλο Ζαμπαλέτα έφτασε στη Μάντσεστερ Σίτι από την Εσπανιόλ το καλοκαίρι του 2008, δεν μαρτυρούσε κάτι ότι αυτή η ομάδα θα γινόταν μέσα στην επόμενη δεκαετία μία από τις πιο κυρίαρχες δυνάμεις του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Η Σίτι, τότε, ήταν ένας σύλλογος με περιορισμένες βλέψεις, μεσαίας δυναμικής, χωρίς σταθερή παρουσία στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και χωρίς πραγματική φιλοδοξία για τίτλους.
Οι εγκαταστάσεις της ομάδας βρίσκονταν ακόμη στο παλιό προπονητικό κέντρο στο Καρίνγκτον και, όπως χαρακτηριστικά είπε και ο ίδιος σε πρόσφατη δήλωση, οι συνεντεύξεις τύπου λάμβαναν σε έναν παγωμένο χώρο που έμοιαζε με πρόχειρη αποθήκη. Οι παίκτες κυριολεκτικά κρύβονταν όταν ερχόταν η ώρα να μιλήσουν στα μέσα.
Ήταν μια εποχή που το να ονειρεύεται κανείς ένα Λιγκ Καπ ή ένα FA Cup έμοιαζε με υπέρβαση, ενώ η ιδέα της κατάκτησης της Premier League… αδιανόητη. Η Μάντσεστερ Σίτι, όπως λέει ο ίδιος, ήταν το «Εσπανιόλ του Μάντσεστερ», αναγκασμένη να ζει στη… σκιά της Γιουνάιτεντ.
Κι όμως, με αφετηρία εκείνη τη χρονιά, ξεκίνησε σταδιακά μια ριζική μεταμόρφωση. Η έλευση των νέων ιδιοκτητών από το Άμπου Ντάμπι άλλαξε τα πάντα: τις εγκαταστάσεις, τη φιλοσοφία, το δυναμικό, το επίπεδο. Μαζί με παίκτες όπως ο Τέβες, ο Κομπανί, ο Σίλβα, ο Τουρέ και αργότερα ο Αγουέρο, ο Ζαμπαλέτα αποτέλεσε μέρος του «κορμού» που ανέβασε τη Σίτι επίπεδο, όχι μόνο με την ποιότητά του, αλλά και με τον χαρακτήρα και την αυταπάρνηση που έβγαζε στο γήπεδο.
Ο Αργεντινός ήταν παρών στην πρώτη μεγάλη επιτυχία, την κατάκτηση του FA Cup το 2011, και φυσικά στο μυθικό φινάλε της σεζόν 2011-12, όταν η Σίτι κατέκτησε το πρώτο της πρωτάθλημα στην Premier League με το ιστορικό γκολ του Αγουέρο στις καθυστερήσεις. Ακολούθησαν νέες επιτυχίες, όπως η καθιέρωση της ομάδας στο Champions League, και σταδιακά η δημιουργία ενός συλλόγου που από «ανέκδοτο» για τους αντιπάλους, έγινε πρότυπο οργάνωσης και ποδοσφαιρικής κυριαρχίας.
Τα επόμενα χρόνια ήρθαν κι άλλοι τίτλοι. Ο Ζαμπαλέτα «σήκωσε» τη δεύτερη Premier League του το 2013-14, υπό τις οδηγίες του Μανουέλ Πελεγκρίνι, σε μια χρονιά όπου η Σίτι συνδύασε θέαμα και αποτελεσματικότητα. Μαζί με το πρωτάθλημα, πανηγύρισε και το Λιγκ Καπ της ίδιας σεζόν (2013–14), επικρατώντας στον τελικό επί της Σάντερλαντ. Το 2015–16 προστέθηκε άλλο ένα Λιγκ Καπ στη συλλογή του, με τη Σίτι να κατακτά τον τίτλο κόντρα στη Λίβερπουλ, πάλι με προπονητή τον Πελεγκρίνι και ήρωα τον Καμπαγιέρο στη διαδικασία των πέναλτι.
Συνολικά, ο Ζαμπαλέτα κατέκτησε με τη Μάντσεστερ Σίτι:
- 2 Premier League (2011–12, 2013–14)
- 2 Λιγκ Καπ/ EFL Cup (2013–14, 2015–16)
- 1 FA Cup (2010–11)
- 1 FA Community Shield (2012)
Η Σίτι σταθεροποιήθηκε στις κορυφαίες θέσεις, έγινε μόνιμος «ένοικος» στο Champions League και με τον ερχομό του Πεπ Γκουαρδιόλα, μπήκε σε μια νέα, πιο σύγχρονη φάση κυριαρχίας.
Όταν ήρθε η στιγμή να φύγει το 2017, και με παραπάνω από 330 εμφανίσεις με την φανέλα των «πολιτών», ο Ζαμπαλέτα αποχαιρέτησε μια ομάδα που πλέον δεν είχε καμία σχέση με αυτή που είχε γνωρίσει εννέα χρόνια νωρίτερα. Έφυγε από έναν σύλλογο-πρότυπο, με υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, γεμάτο αστέρες και με βλέμμα μόνο στην κορυφή. Ο ίδιος όμως ήξερε πολύ καλά πως ήταν εκεί από την πρώτη μέρα αυτού του χτισίματος. Όχι ως περαστικός, αλλά ως θεμέλιο.
Οι φίλαθλοι τον αποχαιρέτησαν με «standing ovation» και δάκρυα. Γιατί ήξεραν πως αυτός ο Αργεντινός με την καρδιά και την ψυχή πολεμιστή, ήταν κάτι παραπάνω από ένας καλός δεξιός μπακ. Ήταν η προσωποποίηση της μετάβασης από τη Σίτι του «τίποτα», στη Σίτι του «τα πάντα».
Νικόλας Τσιτσιμπάκος